Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ
Τοῦ Λεωνίδα Οὐσπένσκυ
μετάφραση Κ. Ξυνόπουλος
Ἐπιμελητής τοῦ τόμου Σπ. Μαρίνης
Κάτω ἀπό μιά μορφή λιτή, φωτεινή καί ἀπέριττη, οἱ πασχαλινές ὀρθόδοξες εἰκόνες ἐκφράζουν τήν ἔνταση τοῦ ἐσώτερου περιεχομένου τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα καί τῆς θριαμβευτικῆς χαρᾶς της, ἀποκαλύπτοντας μέχρι τά βάθη τους τίς ἀλήθειες πού διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γι᾿ αὐτή τήν «ἑορτῶν ἑορτήν καί πανήγυριν πανηγύρεων τοσοῦτον ὑπεραίρουσαν πάσας οὐ τάς ἀνθρωπικάς μόνον καί χαμαί ἐρχομένας, ἀλλ᾿ ἤδη καί τάς αὐτοῦ Χριστοῦ καί ἐπ᾿ Αὐτῷ τελουμένας, ὅσον ἀστέρας ἥλιος», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος1.Ἡ εἰκονογραφία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο ἀρχαία, ὅσο περίπου καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστιανισμός. Κατά τούς πρώτους αἰῶνες, ἡ Ἀνάστασις παριστάνονταν μέ τήν προεικόνισή της μέσα στήν Παλαιά Διαθήκη: Τόν Προφήτη Ἰωνᾶ νά ἀπορρίπτεται ἀπό τά σωθικά τοῦ κήτους. Ἡ παράσταση αὐτή συναντᾶται στίς νωπογραφίες τῶν κατακομβῶν τῆς Ρώμης (τῆς Πρίσκιλλας καί τοῦ Καλλίστου) ἀπό τόν Β´ αἰώνα. Κατά τούς ἑπόμενους αἰῶνες ἐμφανίζονται μέσα στήν λειτουργική χρήση ἡ μία μετά τήν ἄλλη, ἀντικαθιστώντας τήν παράσταση τῆς Π. Διαθήκης, δύο παραστάσεις, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ κάθε μιά ἀντιστοιχεῖ σέ μιά ἀπό τίς κύριες ὄψεις τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ: Οἱ Ἅγιες Γυναῖκες πρό τοῦ Μνημείου καί ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος.
Ἡ πρώτη παριστάνει αὐτό πού ἀκολούθησε τήν ἔνσαρκο Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τήν ἱστορική ὄψη τῆς ἑορτῆς, καί μᾶς δείχνει τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα.ἐμφανίζεται πολύ νωρίς. Σύμφωνα μέ τίς ὑποθέσεις τῶν ἀρχαιολόγων αὐτή ἡ εἰκόνα ὑπῆρχε ἤδη μέσα στίς νωπογραφίες τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στήν Δούρα Εὐρωπό τό 2322. Ὑπῆρχε ἐπίσης πιθανῶς μέσα στήν Ροτόντα πού ἔχτισε ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας στόν τόπο τοῦ Τάφου τοῦ Χριστοῦ. Ἀργότερα, τήν συναντοῦμε συχνά στίς «εὐλογίες» τῆς Monza (μεταξύ Δ´ καί Ϛ´ αἰώνων), οἱ ὁποῖες ἀντιγράφουν, κατά τήν γενικῶς παραδεκτή γνώμη, τά μωσαϊκά τριῶν ἐκκλησιῶν πού ἀνήγειρε ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος.
Ἡ δεύτερη παράσταση τῆς Ἀναστάσεως, ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος, εἰκόνα συμβολική, δείχνει ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖ ἀλλιῶς νά ἀποδοθεῖ παρά μέ σύμβολα: τήν ἐσωτερικήν ἔννοια τῆς Ἀναστάσεως, τό γεγονός τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὅ,τι προηγήθηκε ἀπό τήν ἐν σαρκί Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀρχαιότερη γνωστή ἀπεικόνιση τῆς Καθόδου στόν Ἅδη χρονολογεῖται τόν Ϛ´ αἰώνα καί εὑρίσκεται σ᾿ ἕναν κίονα κιβωρίου τοῦ Ἁγίου Μάρκου στήν Βενετία.
Οἱ δύο αὐτές εἰκόνες εἶναι μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, οἱ εἰκόνες τῆς Ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. Μέσα στήν διακόσμηση τῶν ἐκκλησιῶν εὑρίσκονται συνήθως ἡ μία πλάι στήν ἄλλη καί ἀλληλοσυμπληρώνονται.
Στήν Δύση οἱ δύο αὐτές συνθέσεις ὑπῆρχαν ἀκόμα κατά τόν ΙΓ´ αἰώνα, ὡς εἰκονογραφία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως γνωρίζομε, οἱ εὐαγγελικές ἀφηγήσις σιωποῦν ὡς πρός τήν κάθοδο στόν Ἅδη. Ὡστόσο ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀναπολεῖ αὐτό τό μυστηριῶδες γεγονός μέσα στόν ἐμπευσμένο λόγο πού ἐξεφώνησε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς (Πράξ. Β´ 24-28):
«ὅν ὁ Θεός ἀνέστησε λύσας τάς ὠδῖνας τοῦ θανάτου, καθότι οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι αὐτόν ὑπ᾿αὐτοῦ·… ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τήν ψυχήν μου εἰς Ἅδου οὐδέ δώσεις τόν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν».
Λέγει ἐπίσης μέσα στήν πρώτη του Ἐπιστολή περί τοῦ Χριστοῦ: «καί τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν» (Α´ Πετρ. Γ´ 19).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός εἰς τό «Περί Ὀρθοδόξου Πίστεως» ἐξηγεῖ εὐρύτερα τήν ἔννοια αὐτοῦ τοῦ γεγονότος: «Κάτεισιν εἰς Ἅδου ψυχή τεθειμένη, ἵνα ὥσπερ τοῖς ἐν γῇ ὁ τῆς δικαιοσύνης ἀνέτειλεν ἥλιος, οὕτω καί τοῖς ὑπό γῆν ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις ἐπιλάμψη τό φῶς.ἵν᾿ ὥσπερ τοῖς ἐν γῆ εὐηγγελίσατο εἰρήνην, αἰχμαλώτοις ἄφεσιν, καί τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, (Λουκ. Δ´ 18, 19) καί τοῖς μέν πιστεύσασι γέγονεν αἴτιος σωτηρίας αἰωνίου, τοῖς δέ ἀπειθήσασιν, ἀπιστίας ἔλεγχος, οὕτω καί τοῖς ἐν Ἅδου.ἵνα Αὐτῷ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλιπ. Β´ 10)3.
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Ἀδάμ καί τῶν δικαίων τῆς Π. Διαθήκης, κύριο θέμα τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀντηχεῖ μέσα σέ ὅλη τήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα.δέν μπορεῖ νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τήν ἐξύμνηση τοῦ Ἀναστάντος. Ἡ Ϛ´ ὠδή τοῦ πασχαλινοῦ κανόνα τό ἐκφράζει αὐτό μέ τόν πιό ἐναργῆ καί τόν πιό τρανό τρόπο: «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καί συνέτριψας μοχλούς αἰωνίους, κατόχους πεπηδημένων, Χριστέ, καί τριήμερος, ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου».
Αὐτό τό γεγονός, κατά τό ἴδιο μέτρο, δέν μπορεῖ νά ἀποχωρισθεῖ ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν λύτρωση. Καθώς ὁ Ἀδάμ ἦταν νεκρός, ἡ ταπείνωση, ἡ «κένωση» τοῦ Λυτρωτῆ, ὁ Ὁποῖος εἶχεν ἀφομοιώσει τήν φύση του (τοῦ Ἀδάμ), ἔπρεπε νά φθάσει μέχρι τά ἴδια βάθη, ὅπου εἶχε κατεβεῖ ὁ Ἀδάμ. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Κάθοδος στόν Ἅδη εἶναι τό ἔσχατον ὅριον τῆς «κενώσεως» τοῦ Χριστοῦ, καί ταυτοχρόνως ἡ ἀρχή τῆς δόξας Του.
Ἡ εἰκόνα, σέ συμφωνία μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δείχνει αὐτό πού εἶναι πέρα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη, τό πνευματικό νόημα τῆς Ἀναστάσεως, τήν παραμονή τῆς ψυχῆς τοῦ Σωτῆρος στόν Ἅδη, καί ἀποκαλύπτει τόν σκοπό καί τά ἐπακόλουθα τῆς παραμονῆς αὐτῆς.
Σύμφωνα μέ τό νόημα τοῦ γεγονότος, ἡ παράσταση ἔχει σάν πλαίσιο τά ἀνοιγμένα σπλάχνα τῆς γῆς, τόν Ἅδη πού παριστάνεται συμβολικά μέ τήν μορφή μιᾶς μαύρης, χαίνουσας ἀβύσσου.
Στό κέντρο τῆς εἰκόνας, ὁ Χριστός παρουσιάζει μιά δυνατή ἀντίθεση πρός ὅ,τι τόν περιβάλλει, μέ τήν στάση καί τά χρώματά Του. Ἡ κίνησή Του, ὑπογραμμισμένη ἀπό τό ἀνεμιζόμενο ἱμάτιό Του, ἀντιτίθεται ὄχι λιγότερο ζωηρά πρός τούς δύο ὁμίλους τῶν προσώπων τῶν δύο πλευρῶν τῆς εἰκόνας καί προσδίδει στήν εἰκόνα χαρακτήρα δυναμικό καί ἐκθαμβωτικό, ὁ ὁποῖος ἀνταποκρίνεται στόν ἰδιαίτερο χαρακτήρα τῆς πασχαλινῆς λειτουργίας. Ἡ ἰδιαίτερα ἰσχυρή κίνηση τοῦ Λυτρωτή δέν εἶναι, χωρίς ἀμφιβολία, κανόνας. Ἡ κίνησή Του εἶναι μερικές φορές ἠρεμώτερη. Ὡστόσο σέ ὁρισμένες εἰκόνες ἡ βιαιότητα τῆς κινήσεως εἶναι ἰδιαίτερα ὑπογραμμισμένη. Ὁ Χριστός παριστάνεται συνήθως περιτριγυρισμένος ἀπό μεγάλη «δόξα», στεφάνι φωτεινό, σύμβολο τῆς δόξας Του, ἰδίωμα τοῦ δοξασθέντος σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὑπέρ τό ἐπίπεδο τῆς γήινης ὑπάρξεως. Ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἀπό τά ἰδιώματα τά πιό ἐκφραστικά καί τά πιό μεγαλειώδη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἕνα σύμβολο εἰκονογραφικό, ὑπό μορφή κύκλου ἤ ἐλλείψεως, πού παριστάνει τίς οὐράνιες σφαῖρες, τή θεία δόξα, τό φῶς. Ὁ φωτοστέφανος αὐτός συνίσταται ἀπό ὁμόκεντρους κύκλους, κάποτε περιοριζόμενους σέ ἕνα, συνήθως δέ τρεῖς τόν ἀριθμόν, συχνότερα διαφόρων ἀποχρώσεων κυανῶν, διασχιζομένων ἀπό ἀκτίνες πού προέρχονται ἀπό τόν Κύριο. (Στήν περιφέρειά τους οἱ κύκλοι αὐτοί εἶναι συχνά σπαρμένοι μέ ἄστρα ἤ νεφύδρια). Τά ἐνδύματα τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ, δέν εἶναι πιά ἐκεῖνα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Εἶναι χρώματος χρυσαφιοῦ καί σκεπάζονται ἀπό χρυσές ἀκτίνες. Εἶναι τό ἔνδυμα τῆς δόξας, διότι ὁ Χριστός ἐμφανίζεται στόν Ἅδην ὄχι σάν αἰχμάλωτος, ἀλλά ὡς Νικητής καί Ἐλευθερωτής ἐκείνων πού ὁ Ἅδης κρατεῖ. Δέν ἔχει πιά δούλου μορφήν. Εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς, διότι, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, «εἰ καί τέθνηκε τοιγαροῦν ὡς ἄνθρωπος καί ἡ ἁγία Αὐτοῦ ψυχή τοῦ ἀχράντου διῃρέθη σώματος, ἀλλ᾿ ἡ θεότης ἀχώριστος ἀμφοτέρων διέμεινε τῆς τε ψυχῆς φημι καί τοῦ σώματος».
Τά σκοτάδια τοῦ Ἅδου γεμίζουν ἀπό φῶς, ἀπό τήν ἀκτινοβολία τῆς δόξας τοῦ Θεανθρώπου πού κατέβηκε μέχρι τά βάθη του. Εἶναι ἤδη τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, οἱ ἀκτίνες καί ἡ αὐγή πού προβάλλει τοῦ Πάσχα. Μές στό ἀριστερό του χέρι ὁ Χριστός κρατεῖ εἰλητάριο, σύμβολο τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι στόν Ἅδη, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Μερικές φορές ἀντί γιά εἰλητάριο κρατεῖ σταυρό, ὁ ὁποῖος ἐδῶ δέν εἶναι πιά ὄργανο ἀτιμωτικοῦ θανάτου, ἀλλά σύμβολο νίκης ἐπάνω στόν θάνατο, ἤ μᾶλλον τό ὄργανο πού ἀπελευθέρωσε ἀπό τόν θάνατο τόν ἐξαγορασθέντα ἄνθρωπο.
Ὁ Λυτρωτής καταπατεῖ δύο διασταυρούμενους πίνακες: Τίς συντριμμένες πόρτες τοῦ Ἅδη. Πολλές εἰκόνες μᾶς δείχνουν ἀπό κάτω, μέσα σέ μαύρη ἄβυσσο, τήν ἀποτρόπαιη μορφή τοῦ Διαβόλου, τοῦ νικημένου ἄρχοντα τοῦ σκότους. Γιά νά ἐκφράσουν τόν χαρακτήρα του ὡς πατρός τοῦ ψεύδους, τήν διπροσωπία του, τόν παριστάνουν κάποτε μέ δύο πρόσωπα. Σέ ὁρισμένες εἰκόνες, ἰδίως μεταγενεστέρων ἐποχῶν, βλέπομε ἕνα πλῆθος ἀπό λεπτομέρειες.τίς νικημένες δυνάμεις τοῦ Ἅδου, μέ μορφή σπασμένων ἁλυσίδων, μέ τίς ὁποῖες οἱ Ἄγγελοι δένουν τώρα τόν Διάβολο, κλειδιά, καρφιά κ.λπ.
Ἔχοντας παραβιάσει μέ τήν θεία παντοδυναμία Του τά δεσμά τοῦ Ἅδου, ὁ Χριστός ἐγείρει τόν Ἀδάμ ἀπό τόν τάφο, μέ μιά δυνατή κίνηση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ του. Ἡ Εὔα μέ τά χέρια ἑνωμένα σέ προσευχή ἐγείρεται μετά ἀπ᾿ αὐτόν. Αὐτή ἡ κεντρική σκηνή τῆς εἰκόνας φανερώνει τόν σκοπό τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου, τήν συνάντηση τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, πού ὑποτάχθηκε ὁ ἴδιος καί μαζί του ὅλη του ἡ γενιά στόν θάνατο, καί τοῦ νέου Ἀδάμ, ὁ Ὁποῖος κατήργησε τόν θάνατο καί ἔγινε ἡ ἀπαρχή μιᾶς νέας ζωῆς γιά τήν ἀνθρωπότητα, τήν ἀνακαινισθεῖσαν ἐν Αὐτῷ. Μέ ἄλλα λόγια βλέπουμε ἐδῶ μιά συμβολική παράσταση τῆς ἀπελευθερώσεως τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀδάμ καί μαζί του καί τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων πού καρτεροῦσαν μέ πίστη τόν ἐρχομό τοῦ Λυτρωτῆ. Γι᾿ αὐτό, ἀπό τίς δύο πλευρές τῆς σκηνῆς αὐτῆς, βλέπουμε δύο ὁμίλους δικαίων τῆς Π. Διαθήκης μέ τούς προφῆτες ἐπί κεφαλῆς: στ᾿ ἀριστερά (τοῦ θεατοῦ) τούς βασιλεῖς Δαυίδ καί Σολομῶντα, ντυμένους μέ ἐνδύματα βασιλικά καί μέ στέμμα στό κεφάλι, καί πίσω ἀπό αὐτούς τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βαπτιστή. στά δεξιά τόν Μωυσῆ νά βαστάζει τίς πλάκες τοῦ νόμου. Ὅλοι ἀναγνωρίζουν ἀμέσως Ἐκεῖνον, πού κατέβηκε στόν Ἅδη καί δείχνουν στούς ἄλλους Ἐκεῖνον τοῦ Ὁποίου ἐπροφήτευσαν τήν ἔλευση4. Στό ἀνώτερο μέρος τῆς εἰκόνας παριστάνονται ὁρισμένες φορές ἄγγελοι φέροντες ὄργανα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου.
Ἡ κάθοδος στόν Ἅδη ὑπῆρξε τό ἔσχατο βῆμα τοῦ Κυρίου στόν δρόμο «κενώσεώς» Του. Κατεβαίνοντας «ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς» μᾶς ἄνοιξε τόν δρόμο τοῦ οὐρανοῦ. Ἔχοντας ἐλευθερώσει τόν παλαιόν Ἀδάμ καί μαζί του ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τήν δουλεία ἐκείνου πού ἐνσαρκώνει μέσα στόν ἑαυτό του τήν ἁμαρτία, τά σκοτάδια καί τόν θάνατο, ἔθεσε τά θεμέλια μιᾶς νέας ζωῆς γιά ὅσους ἑνώνονται μαζί του, ἀποτελώντας μιάν ἀναγεννημένη ἀνθρωπότητα. Ἔτσι, ἡ πνευματική ἔγερση τοῦ Ἀδάμ μέσα στήν εἰκόνα τῆς Καθόδου στόν Ἅδη, παρουσιάζεται σάν μιά εἰκόνα τῆς μελλούσης ἐν σαρκί ἀναστάσεως, ἀναστάσεως τῆς ὁποίας ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀπαρχή. Γι᾿ αὐτό, ἄν καί ἡ εἰκόνα αὐτή ἐκφράζει τό νοήμα τοῦ γεγονότος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καί προβάλλεται πρός προσκύνηση στούς πιστούς τήν ἡμέρα ἐκείνη, εἶναι ὡστόσο εἰκόνα πασχαλινή, εἰκόνα ἐκείνων τῶν γεγονότων πού προηγήθηκαν ἀμέσως τοῦ θριάμβου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.κατά συνέπεια τῆς μελλούσης Ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
«Ἔχοντας ἐλευθερώσει ἐκείνους πού ἦσαν δεμένοι, ὁ Χριστός ξαναγύρισε ἀνάμεσα ἀπό τούς νεκρούς, ἔχοντας ἀνοίξει σέ μᾶς τόν δρόμο τῆς Ἀναστάσεως» λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, συνεχίζοντας τά λόγια πού ἀναφέρθηκαν πιό πάνω5. Αὐτόν τόν γυρισμό ἀνάμεσα ἀπό τούς νεκρούς, τό ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ εἰκόνα τῶν Ἁγίων Γυναικῶν στό Μνημεῖο τά ἀποδίδει μέ τόν ἴδιο τρόπο ὅπως καί τό Εὐαγγέλιο, δείχνοντας μονάχα ὅ,τι ἔβλεπαν ἐκεῖνοι πού βρίσκονταν κοντά στόν τάφο. Τά Εὐαγγέλια καί ἡ Παράδοση παρέρχονται ἐν σιωπῇ τήν ἴδια τήν στιγμή τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.οὔτε ἡ εἰκόνα τήν δείχνει.
Ἡ σπουδαιότητα αὐτῆς τῆς σιωπῆς ἔχει ὑπογραμμισθεῖ ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσα σέ πολύαριθμα κείμενα πού δείχνουν τό ἐξ ὁλοκλήρου ἀπρόσιτον αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Ἔτσι π.χ. μέσα στήν ς´ ὠδή τοῦ Πασχαλινοῦ κανόνα, ἡ Ἐκκλησία συγκρίνει καθαρά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μέ τήν γέννησή Του: «Φυλάξας τά σήμαντρα σῶα, Χριστέ, ἐξηγέρθης τοῦ τάφου ὁ τάς κλεῖς τῆς Παρθένου μή λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ Σου καί ἀνέῳξας ἡμῖν Παραδείσου τάς πύλας». Ὅπως ἡ Γέννηση ἐκ τῆς Παρθένου, ἔτσι καί ἡ Ἀνάσταση δοξάζεται ἐδῶ σάν ἕνα μυστήριο ἀνεξιχνίαστο, ἀπρόσιτο σέ κάθε ἔρευνα. «Ὄχι μονάχα ἡ πέτρα (πού ἔκλεινε τόν τάφο) δέν εἶχε μετακινηθεῖ, ἀλλ᾿ ἀκόμα καί οἱ σφραγίδες ἔμεναν ἄθικτες καί ἡ ζωή ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε, ἐνῶ ὁ τάφος ἦταν ἀκόμη σφραγισμένος». Ὁ Ἀναστάς ἐβγῆκε ἀπό τόν τάφο ἀκριβῶς ὅπως ἐπρόκειτο ἀργότερα νά εἰσέλθει ἐκεῖ ὅπου ἔμεναν οἱ μαθητές του, ἐνῶ οἱ πόρτες ἔμεναν κλειστές. Ἐβγῆκε ἀπό τόν τάφο χωρίς καμιά ἔνδειξη νά μπορέσει νά φανεῖ στό βλέμμα ἑνός μάρτυρος6.
Στήν περιγραφή τῆς Ἀναστάσεως, τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο μᾶς ἀφήνει νά καταλάβουμε ὅτι οἱ Μυροφόρες πού ἦρθαν κοντά στόν τάφο ἔγιναν μάρτυρες τοῦ σεισμοῦ, τῆς καθόδου τοῦ Ἀγγέλου, πού ἦλθε νά κυλήσει τόν λίθο πού ἔκλεινε τόν τάφο, καί τοῦ τρόμου τῶν φρουρῶν. (Ματθ. ΚΗ´ 1-4).
Πάντως οὔτε ἐκεῖνες, οὔτε ἀκόμα λιγότερο οἱ στρατιῶτες πού φρουροῦσαν τόν τάφο, ἔγιναν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Κατά τό Εὐαγγέλιο, ὁ ἄγγελος εἶχε κυλήσει τόν λίθο ὄχι γιά νά ἐπιτρέψει στόν ἀναστάντα Κύριο νά ἐγκαταλείψει τόν τάφο, «ἀλλ᾿ ἀντιθέτως, γιά νά δείξει ὅτι Ἐκεῖνος δέν ἦταν πιά μέσα στόν τάφο: ”Οὐκ ἔστιν ὧδε.ἀλλ᾿ ἐγήγερται”, καί γιά νά δώσει σέ κείνους πού ζητοῦσαν ”Ἰησοῦν τόν Ἐσταυρωμένον” τήν δυνατότητα νά ρίξουν ἕνα βλέμμα στόν τόπο ὅπου ”ἔθηκαν Αὐτόν” καί νά βεβαιωθοῦν ὅτι ὁ τάφος ἦταν ἄδειος. Εἶναι λοιπόν σαφές ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶχε συμβεῖ πρό τῆς καθόδου καί τοῦ ἀγγέλου, πρίν νά ἀπομακρυνθεῖ ὁ λίθος.εἶχε συμβεῖ κάτι τό ἀπρόσιτο στό ἀνθρώπινο βλέμμα, κάτι τό ἀσύλληπτο»7. Ἡ ἀνικανότητα τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος νά εἰσχωρήσει σ᾿ αὐτό τό γεγονός, καί, κατά συνέπεια, ἡ ἀδυναμία νά τό παραστήσει κανείς, εἶναι ἀκριβῶς ὁ λόγος τῆς ἀπουσίας, μέσα στήν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία τῆς παραδόσεως, τῆς ἴδιας ἀκριβῶς στιγμῆς τῆς Ἀναστάσεως.
Σέ συμφωνία μέ τήν εὐαγγελική διήγηση, ἡ εἰκόνα παριστάνει τό σπήλαιο τοῦ τάφου μέσα στό ὁποῖο βρίσκεται ἕνα ἄδειο φέρετρο μέ τά ἐντάφια σπάργανα. Ἕνας ὅμιλος ἀπό γυναῖκες μυροφόρες πού κρατοῦν δοχεῖα ἀρωμάτων στέκεται παραπλεύρως. Καθισμένοι στήν πέτρα, κοντά στόν τάφο, ἕνας ἤ δύο ἄγγελοι ντυμένοι στά λευκά δείχνουν στίς Ἅγιες Γυναῖκες τό μέρος ὅπου εἶχε ἀναπαυθεῖ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σύνθεση αὐτῆς τῆς εἰκόνας διακρίνεται γενικῶς γιά μιά μεγάλη ἁπλότητα, θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ἀκόμα γιά τόν χαρακτήρα τῆς οἰκειότητας, ἐάν οἱ φτερωτοί καί λευκοφορεμένοι ἄγγελοι δέν τῆς προσέδιδαν μιά γαλήνια καί λιτή ἐπισημότητα. Ἀργότερα, στόν ΙΖ´ αἰώνα, ἔρχεται νά προστεθεῖ σ᾿ αὐτή τήν σύνθεση, σάν ταῖρι της, μιά ἄλλη σύνθεση, ἐξίσου πολύ ἀρχαία: Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στήν Μαρία-Μαγδαληνή (Μάρκ. ΙϚ´ 9, Ἰωάν. Κ´ 13-17). Αὐτή ἡ παράσταση ὀφείλεται χωρίς ἀμφιβολία στήν ἐμφάνιση τῶν δυτικῶν παραστάσεων τοῦ Χριστοῦ ἀνισταμένου ἐκ τάφου. Ἀνταποκρινόμενοι στήν ἀνάγκη νά βλέπουμε τόν Κύριο ἀναστάντα, οἱ εἰκονογράφοι βρίσκουν ἕνα τρόπο νά τόν παραστήσουν στήν εἰκόνα, χωρίς νά ἔρθουν σέ ἀντίθεση μέ τήν εὐαγγελική διήγηση. Βλέπομε ἔτσι μέσα στήν ἴδια σύνθεση δύο στιγμές διαφορετικές: Τίς μυροφόρες πού βρίσκονται πιό κοντά στό μνημεῖο νά ἀκοῦν τά λόγια τοῦ Ἀγγέλου, ἐνῶ ἡ Μαρία Μαγδαληνή στρέφεται καί βλέπει τόν Κύριο πού παριστάνεται συνήθως στό κέντρο τῆς εἰκόνας, ἀνάμεσα σέ βράχους. Καθώς ἡ Μαγδαληνή τόν ἔχει πάρει γιά ἕνα συνηθισμένο ἄνθρωπο, τόν κηπουρό, ἡ ἐν δόξει κατάστασή του δέν ὑποδεικνύεται μέ κανένα τρόπο, καί τόν παριστάνουν μέ τά πρό τῆς Ἀναστάσεως συνηθισμένα Του ἐνδύματα.
Ὅπως γνωρίζουμε, τά Εὐαγγέλια μιλοῦν διαφορετικά γιά τόν ἀριθμό τῶν μυροφόρων γυναικῶν, ὅπως καί γιά τόν ἀριθμό τῶν ἀγγέλων. Σύμφωνα μέ τήν εὐαγγελική διήγηση, στήν ὁποία βασίζεται ἡ σύνθεση, ὁ ἀριθμός τους μέσα στήν εἰκόνα ποικίλλει ἐπίσης. Αὐτές οἱ διαφορές δέν εἶναι, βέβαια, ἀντιφάσεις. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θεωροῦν ὅτι οἱ μυροφόρες γυναῖκες εἶχαν ἔρθει περισσότερες φορές κοντά στόν τάφο καί κάθε φορά ὁ ἀριθμός τους ἦταν διαφορετικός καί καθένας ἀπό τούς Εὐαγγελιστές δέν μιλάει παρά γιά μία μόνο ἀπό αὐτές τίς ἐπισκέψεις. Γι᾿ αὐτόν τό λόγο μερικές παραστάσεις δείχνουν πέντε, ἕξ ἤ καί περισσότερες γυναῖκες. Πάντως, στήν πλειονότητα τῶν παραστάσεων, ὁ ἀριθμός τους δέν ξεπερνᾶ τό πλαίσιο τῶν διηγήσεων τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου.δηλαδή παριστάνουν δύο γυναῖκες σύμφωνα μέ τόν πρῶτο καί τρεῖς σύμφωνα μέ τόν δεύτερο ἀπό αὐτούς τούς Εὐαγγελιστές. Ἐπίσης, ὑπάρχει ἕνας μόνο ἄγγελος σύμφωνα μέ τά Εὐαγγέλια τοῦ Ματθαίου καί τοῦ Μάρκου, ἤ δύο ἄγγελοι, σύμφωνα μέ ἐκεῖνα τοῦ Λουκᾶ καί τοῦ Ἰωάννη: «ἕνα πρός τῇ κεφαλῇ καί ἕνα πρός τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Ἰωάν. Κ´ 12). Γενικῶς αὐτή ἡ πασχαλινή εἰκόνα παριστάνει, μεταφέρουσα τήν μαρτυρία τῆς ἤδη ἐκπληρωθείσης ἀναστάσεως, μιάν ἀναπαράσταση ἀκριβῆ τῶν εὐαγγελικῶν διηγήσεων, καί τοῦτο μέχρι τίς μικρότερες λεπτομέρειες: «τά ὀθόνια… καί τό σουδάριον, ὅ ἦν ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετά τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλά χωρίς, ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον» (Ἰωάν. Κ´ 7). Αὐτή ἡ λεπτομέρεια, ἀσήμαντη ἐκ πρώτης ὄψεως, ὑπογραμμίζει ὅλη τήν ὑπερβατικότητα αὐτοῦ πού εἶχε ἐκπληρωθεῖ. Ἀκριβῶς παρατηρώντας τά ἐντάφια σπάργανα, «ὁ ἄλλος μαθητής… εἶδε καί ἐπίστευσε» (Ἰωάν. Κ´ 8). Διότι τό γεγονός ὅτι εἶχαν μείνει στήν κατάσταση στήν ὁποίαν περιέβαλαν τό σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, δηλαδή διπλωμένα, εἶναι μιά μαρτυρία ἀναντίρρητη ὅτι τό σῶμα τό ὁποῖον εἶχαν περιβάλει δέν εἶχε μεταφερθεῖ (Ματθ. ΚΗ´ 15), ἀλλά τά εἶχε ἐγκαταλείψει μέ ἕνα τρόπο ἀσύλληπτο. Ἡ εἰκόνα πού ἔβλεπαν οἱ μυροφόρες δείχνει ἐπίσης αὐτούς τούς μάρτυρες, καί μᾶς παρουσιάζει ὅλα ἐκεῖνα γιά τά ὁποῖα μιλάει τό Εὐαγγέλιο, ὥστε κι ἐμεῖς νά ἴδωμεν καί νά πιστεύσωμεν.
Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἔλαβε χώρα τό πρωί πού ἀκολουθοῦσε τήν ἑβδόμην ἡμέρα, δηλαδή τήν πρώτην ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος. Γι᾿ αὐτό ὁ χριστιανικός κόσμος ὁλόκληρος ἑορτάζει αὐτήν τήν πρώτη ἡμέρα σάν τήν ἀρχή μιᾶς νέας ζωῆς, πού ἀνατέλλει ἀπό τόν τάφο. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ὀνόμαζαν αὐτήν τήν ἡμέρα ὄχι πρώτη, ἀλλά ὄγδοη8 «διότι εἶναι ἡ πρώτη ἀπό ἐκεῖνες πού τήν ἀκολουθοῦν καί ἡ ὀγδόη ἀπό ἐκεῖνες πού προηγοῦνται ἀπ᾿ αὐτή, μιά ἡμέρα ἔνδοξη ἀνάμεσα σέ ὅλες»9. Δέν εἶναι μόνο μιά ἀνάμνηση τῆς ἡμέρας ὅπου ἔλαβε χώραν ἱστορικά ἡ Ἀναστάσις τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐπίσης ἡ ἀρχή καί ἡ εἰκών τῆς αἰωνίου ζωῆς πού μέλλει νά ἔρθει γιά τήν ἀνακαινισμένη ὕπαρξη, ἡ εἰκόνα ἐκείνου τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει ὀγδόη ἡμέρα τῆς δημιουργίας. Διότι, ὅπως ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας ὑπῆρξε ἡ ἀρχή τῶν ἡμερῶν μέσα στόν χρόνο, ἔτσι καί ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ζωῆς ἔξω ἀπό τόν χρόνο, ἕνα σημεῖο τοῦ μυστηρίου τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τῆς βασιλείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου ὁ Θεός εἶναι «τά πάντα ἐν πᾶσι».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Ὁμιλία 45, εἰς τό Πάσχα, Ε.Π. 36, 624.
2. Kurt Weitzmann, Byzantine Art and Scholarship in America, σελ. 408 ἀνάτυπον ἐκ τοῦ American Journal of Archeology, Τόμος LI, Νο 4, Ὀκτ.-Δεκ. 1947.
3. Περί Ὀρθοδόξου Πίστεως ΙΙΙ 29, Ε.Π. 94, 1101 Α.
4. Ἀξιοσημείωτη περιγραφή αὐτῆς τῆς σκηνῆς βρίσκεται στό ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο τοῦ Νικοδήμου.
5. Στό ἴδιο, Κεφ. 29, Ε.Π., 1101 Α.
6. Σεργίου Μητροπολίτου Μόσχας: «Ἡ Ἀναστάσις τοῦ Χριστοῦ καί ἡ Ἀναστάσις τοῦ Λαζάρου», Μόσχα 14/27 Ἀπριλίου 1933.
7. Πατριάρχης Σέργιος, στό ἴδιο.
8. Τερτυλλιανός: De idolatria, cap. 14, P.L. 1, 652-655.
9. «…Πρώτη οὖσα τῶν μετ᾿ αὐτήν καί ὀγδόη ἀπό τῶν πρό αὐτῆς». Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁμιλία 44, Ε.Π. 36, 612C.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου