bara

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Επιστολή δασκάλας προς Μπαμπινιώτη

Εξηγήστε μου, κύριε Υπουργέ!
αιτιώδης: αυτός που εμπεριέχει την αιτία ενός πράγματος / συνώνυμο: αιτιολογημένος: είναι αυτός που αιτιολογεί κάτι, εξηγεί τα αίτια που το προκάλεσαν ή το στηρίζουν / αντίθετα: αναιτιολόγητος, αναιτιώδης
(Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη)

Αναιτιώδης καταγγελία σύμβασης, λοιπόν! Αναιτιολόγητη απόλυση. Χωρίς εξήγηση για τα αίτια που την προκάλεσαν ή τη στηρίζουν. Χωρίς προϋποθέσεις. Ανεξέλεγκτη. Χωρίς διακρίσεις ανάμεσα σε «παλιούς» ή «νέους», συμβασιούχους ή μονίμους. Χωρίς καθυστερήσεις και χρονοτριβές. Άμεσα, γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες. Όπως στις αμερικάνικες ταινίες, που παρακολουθείς ένα δυστυχή γιάπι με σκούρο κουστούμι να μαζεύει σ’ ένα χαρτόκουτο τα προσωπικά του είδη από ένα ψυχρό και απρόσωπο γραφείο ουρανοξύστη και να σέρνει τα βήματά του στους γκρίζους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Μου προκαλούσαν πάντα ένα σφίξιμο στο στομάχι αυτές οι ταινίες. Το χαμένο βλέμμα του πρωταγωνιστή, οι γερτοί ώμοι από το βάρος του χαρτόκουτου, η κρύα αίσθηση της αφιλόξενης μεγαλούπολης, μου έφερναν μια πικρή γεύση στο στόμα κι ας ήξερα πως παρακολουθούσα απλώς μια ταινία, πως η ιστορία που έβλεπα δεν ήταν πραγματική. Ή ίσως γιατί ήξερα ότι η ιστορία είναι πραγματική, έστω κι αν συμβαίνει στην άλλη άκρη του πλανήτη. Και εφιαλτική. Και παράλογη. Και ανυπόφορα υπαρκτή και απειλητική. Και δεν το χωρούσε το μυαλό μου. Πώς κάποιος χάνει τη ζωή του ολόκληρη έτσι ξαφνικά και αναιτιολόγητα. Ποιος αποφασίζει να τον πετάξει μια μέρα στο δρόμο, να τον κάνει ένα με τα σκουπίδια που στριφογυρίζει ο αέρας στα μελαγχολικά πλάνα του σκηνοθέτη, να τον βάλει να κάθεται μόνος του στο σκαμπό ενός σκοτεινού μπαρ μέρα-μεσημέρι, μπροστά σε μια μπίρα κι ένα ποτήρι ουίσκι, με την τηλεόραση να μεταδίδει αγώνα μπέιζμπολ, για να μη γυρίσει σπίτι του νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα. Για να μην πρέπει να εξηγήσει στη γυναίκα του ότι δε θα μπορεί πια να πληρώνει το δάνειο του σπιτιού, την ασφάλεια του αυτοκινήτου και τα δίδακτρα των παιδιών τους στο κολλέγιο. Γιατί, ξαφνικά, μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, κάποιος –αλήθεια, ποιος;- τον έκρινε ανίκανο, άχρηστο, ασύμφορο ή περιττό.
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την τροπολογία σας, κύριε Υπουργέ. Διαβάζω αυτές τις αιχμηρές και στυγνές διατυπώσεις, τις τόσο προσφιλείς στους νομικούς συμβούλους των εταιρειών: «διευκρινίζεται πλέον ρητώς στο νόμο ότι πρόκειται για αναιτιώδη καταγγελία…» , «προβλέπεται ρητώς ότι η ολοκλήρωση της καταγγελίας δεν προϋποθέτει προηγούμενη κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου…» , «ορίζεται ότι είναι δυνατή η καταγγελία πέραν της μιας σύμβασης…» , «επεκτείνεται ο θεσμός και η διαδικασία της αναιτιολόγητης καταγγελίας στο σύνολο του προσωπικού…» και δεν τις καταλαβαίνω. 

Εξηγήστε μου, κύριε Υπουργέ.
«Ορίζεται…διευκρινίζεται…επεκτείνεται….Ρητώς!!» Ρητώς και κατηγορηματικώς ορίζεται λοιπόν ότι δεν έχει πια σημασία πόσα χρόνια έχω δουλέψει σ’ αυτά τα σχολεία, με πόση συνέπεια και ευσυνειδησία προσπάθησα πάντα να προσφέρω στα εκατοντάδες παιδιά που πέρασαν από τα χέρια μου. Πόσα Σαββατοκύριακα πέρασα διορθώνοντας, μελετώντας, προετοιμάζοντας διδασκαλίες, γιορτές, αφιερώματα. Πόσες ώρες πέρασα παρηγορώντας τους χαμένους στο ποδόσφαιρο, συμβιβάζοντας παιδικούς καβγάδες, συμβουλεύοντας, μαλώνοντας, νουθετώντας. Μιλώντας με γονείς, εξηγώντας, προσπαθώντας να βρω λύσεις. Δεν έχει σημασία πόσοι έφηβοι, φοιτητές ή νεαροί εργαζόμενοι πια με σταματούν με χαμόγελο και με προκαλούν να τους αναγνωρίσω ανασύροντας από τη μνήμη μου στρατιές από παιδικά πρόσωπα σ’ ένα απίστευτο μωσαϊκό: με πράσινα μπλουζάκια, με κόκκινα, με κίτρινα, με γαλάζια, με τη στολή του Κολοκοτρώνη, της Μπουμπουλίνας, ενός φαντάρου στο αλβανικό μέτωπο… Ορίζεται ρητώς ότι όλα αυτά είναι συναισθηματισμοί ανεπίτρεπτοι μπροστά στη λαίλαπα της αλλαγής των συνθηκών, των θεσμών, των ατομικών και συνταγματικών δικαιωμάτων. Κι εμένα δεν το χωράει το μυαλό μου.

 Εξηγήστε μου , κύριε Υπουργέ!
Πώς γίνεται στις 12 Μαρτίου, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων σας, να στέλνετε στους εκπαιδευτικούς «ένα μεγάλο ευχαριστώ γι’ αυτά που εν μέσω πρωτόγνωρων δυσμενών συνθηκών προσφέρουν», να θεωρείτε ότι «το έργο μας είναι πολύτιμο και η προσφορά μας ανεκτίμητη», να μας διαβεβαιώνετε για την «εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη σας», να μας «σφίγγετε νοερά το χέρι» και μόλις δέκα μέρες αργότερα να μας σφίγγετε τη θηλιά στο λαιμό αποφασίζοντας ότι πρέπει να απολυόμαστε αναιτιολόγητα; Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το μήνυμά σας, κύριε Υπουργέ. Τι όμορφες, στρογγυλές λέξεις, εύηχες σαν τις καμπάνες της Ανάστασης! Πώς τις αντικαταστήσατε τόσο γρήγορα με τα «διευκρινίζεται», τα «ρητώς» και τα «αναιτιώδεις» που ακούγονται σαν κρότος πολυβόλου; Δεν καταλαβαίνω. Εξηγήστε μου!
Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την απάντηση σας στη θύελλα των διαμαρτυριών που ξέσπασε μετά την κατάθεση της περίφημης τροπολογίας: «Σε ό,τι αφορά την ουσία του θέματος, επισημαίνεται το πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν τα ιδιωτικά σχολεία σε εξαιρετικές περιπτώσεις εκπαιδευτικών, οι οποίοι αποδεδειγμένα δεν ανταποκρίνονται στα εκπαιδευτικά τους καθήκοντα…» Μα, γι’ αυτούς τους «κακούς» εκπαιδευτικούς υπήρχε πάντα πρόβλεψη στο νόμο να παραπέμπονται για ανεπάρκεια, ανικανότητα, ακόμα και για διαταραχή εργασιακού κλίματος. Αυτές είναι, πράγματι, σοβαρές αιτίες απόλυσης. Αν συντρέχουν, γιατί να αποφύγετε την αιτιολόγηση της καταγγελίας; Γιατί να επιμένετε να την κάνετε «αναιτιωδώς»;
Έχουν, λέτε, ιδιαίτερο πρόβλημα τα ιδιωτικά σχολεία, γιατί αυτοί οι «κακοί» εκπαιδευτικοί προκαλούν την αγανάκτηση των γονέων που πληρώνουν από το υστέρημά τους για τη μόρφωση των παιδιών τους. Σωστά! Αν είναι ανίκανος ο εκπαιδευτικός, δικαίως αγανακτεί ο γονιός! Εσείς όμως και οι υπόλοιποι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων, πότε το ανακαλύψατε ότι είναι ανίκανος; Πόσα χρόνια σας χρειάστηκαν για να το διαπιστώσετε; Γιατί εγώ, τόσα χρόνια που είμαι στα σχολεία σας, ξέρω πως ένας δάσκαλος που φτάνει να μονιμοποιηθεί, έχει περάσει ήδη πολλές φορές από την κρίση της Διοίκησης. Ξεκινά, κατά κανόνα, σαν αναπληρωτής, συχνά για δύο ή και περισσότερα χρόνια, και στο τέλος κάθε σχολικού έτους μπορείτε να τον απολύσετε. Αναιτιολόγητα! Υπογράφει στη συνέχεια διετή σύμβαση, με τη λήξη της οποίας, αν δεν είστε ικανοποιημένοι, μπορείτε πάλι να τον απολύσετε. Επίσης αναιτιολόγητα! Ακολούθως η σύμβασή του μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου, Και σ’ αυτό το διάστημα μπορεί να καταγγελθεί με επαρκή αιτιολογία. Περνούν έως και 8 χρόνια μέχρι να έρθει η σειρά του για μονιμοποίηση, οπότε περνά πάλι από την κρίση σας, για να αποφασίσετε αν πρέπει να τον μονιμοποιήσετε ή όχι. Δεν είναι, λοιπόν, αυτό το διάστημα αρκετό για να κρίνετε αν ανταποκρίνεται επαρκώς στα εκπαιδευτικά του καθήκοντα; Πώς φτάνετε να μονιμοποιήσετε έναν ανίκανο; Πότε έπαψε να είναι επαρκής; Όταν έφτασε τα 12, 15 ή 20 χρόνια υπηρεσίας; Όταν έφτασε 40, 45 ή 50 χρονών με παιδιά, δάνεια και υποχρεώσεις; Όταν έκλεισε κάθε άλλος δρόμος στη ζωή του και έχασε κάθε ευκαιρία να εργαστεί κάπου αλλού; Τότε ξαφνικά τον βρίσκετε ανεπαρκή; Γιατί δεν τον διώχνατε δέκα χρόνια πριν; Γιατί τόσα χρόνια τον αφήνατε να πιστεύει ότι η απόδοσή του ήταν ικανοποιητική; Εγώ, κύριε Υπουργέ, δεν ξέρω κανέναν εκπαιδευτικό που να ήταν καλός και να έγινε άχρηστος ξαφνικά. Αντιθέτως η ωριμότητα και η πείρα είναι τα πολυτιμότερα εφόδια για το επάγγελμά μας και ο ευσυνείδητος εκπαιδευτικός βελτιώνεται κάθε χρόνο που περνάει. Αυτό το γνωρίζουν και οι γονείς που πάντα δείχνουν την εκτίμησή τους στους έμπειρους συναδέλφους. Άρα, αν υπάρχουν εκπαιδευτικοί ετών που δημιουργούν πρόβλημα στο σχολείο, η ευθύνη είναι δική σας που τους κρατήσατε και τώρα πια δεν έχετε δικαιολογία να τους πετάξετε στο δρόμο. Πολύ περισσότερο, δεν είναι δίκαιο αυτή η ευθύνη που εσείς δεν αναλάβατε εγκαίρως να γίνεται δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι το δικό μου και τόσων άλλων ικανών και ευσυνείδητων. Αυτό, όχι, δεν το καταλαβαίνω. Εξηγήστε το μου, κύριε Υπουργέ!
Εκτός αν ο στόχος, παρά τα όσα λέτε, δεν είναι ο κακός εκπαιδευτικός, αλλά ο εκπαιδευτικός με γνώμη και άποψη. Ή ο εκπαιδευτικός που κοστίζει περισσότερο στο σχολείο και μπορεί να αντικατασταθεί με έναν νεότερο και χαμηλόμισθο. Αυτή η τελευταία εκδοχή είναι, βλέπετε, που κάνει τους περισσότερους να ανατριχιάζουν, αφού είναι τόσο ταιριαστή με το όλο «πνεύμα» της εποχής που ζούμε, με την κάθετη πτώση του επιπέδου της ζωής μας, την υποτίμηση που βιώνουμε καθημερινά από την ελληνική Πολιτεία και τους Ευρωπαίους ηγέτες σαν άτομα και σαν Έλληνες, με την άποψη τέλος πως όλοι, σιγά σιγά και σταθερά, γινόμαστε ασήμαντοι και αναλώσιμοι, έρμαια των αμείλικτων μηχανισμών της παγκόσμιας αγοράς. Αυτό συμβαίνει; Σε τέτοιου είδους «επιχείρηση» θα μετατραπεί και το σχολείο μου; Έτσι θα καταρρεύσει η ζωή όλων μας; Αυτό θα πρέπει να διδάσκω από δω και πέρα στα παιδιά, αντί για τις αξίες της ελευθερίας, της ισονομίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Αυτό να πω και στο παιδί μου; Ότι θα ζήσει μέσα στο φόβο μια ζωή, στην οποία για ό,τι μοχθεί, για ό,τι παλεύει, ό,τι χτίζει θα μπορεί κάποιος – αλήθεια, ποιος; - να του το γκρεμίσει εν μία νυκτί ξαφνικά; Αναιτιολόγητα;

Εξηγήστε μου, λοιπόν, κύριε Υπουργέ!
Υ.Γ. Αντιλαμβάνομαι πως όλα τα παραπάνω ακούγονται «αφελή» μπροστά στα εσωτερικά και παγκόσμια πολιτικά παιχνίδια, τις σκοπιμότητες και τα συμφέροντα που όλοι μέσα στην άγνοιά μας υποψιαζόμαστε και έχουν γίνει η μόνιμη επωδός κάθε συζήτησης μέσα στη δίνη που ζούμε, εξορίζοντας – ανεπιστρεπτί; - τις παλιές καθημερινές ανώδυνες ανησυχίες μας. Αλλά επιτρέψτε μου να επιμένω –για λίγο ακόμα – στο ρομαντισμό που έθρεψε τη γενιά που μεγάλωσε στη μεταπολίτευση και γαλουχήθηκε μ’ αυτήν ακριβώς την αφέλεια: να πιστεύει ότι βαδίζει σ’ ένα καλύτερο αύριο. Δυστυχώς, αναιτιολόγητα!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου