Η δάσκαλους
Ικιά τα χόονια αρχόνταν κατ δασκάλ ξινκοί κι κάνταν σντ Σαμουθράκ-.
Γήρτει μνια βουλά κι γιένας- ντιπ λγουθμός- ντου βλέπαν η κόζμους κι ντου λπούνταν .
Ιι η καμένους, μτι αδυναμία, γιένα πλι απάνιτ δε χουρταίν,μ’ τι πλάκα ακίιδ τώει;
Πάγινι στου σκουλιό κι έλιγι
.-Άννα !
-Τι ένι- έλιγι του πιδί.
Κι ικιός διόρθουνι :ορίστε, θα λες παιδί μου!
Λάλει γιένα μαθητή να ντου φερ ντη σφυρίχτρα.Έτιιχι η Μανόλς, να Κύριι έλιγι του πιδί.Ορίστε, θα λες παιδί μου! Πιτάχκι η Παναγώτς: ισύ κύριι μον ουρίστι ξέρς ,τι δάσκαλους γείσι;.Ουρίστι,ουρίστι, ουρίστι μας ζάλσις.
Σι κανένα δγιο μέις πριν κ-λύσ-η βδουμάδα λέει η Γιάννς
- Κύριι να πάγου για κατούρμα; Παιδγιά, όταν θέλετε να ουρήσετε θα λέτε: κύριε, επιτρέπεται… κι πριν απουσώς ντη κβέντατ η δάσκαλους πιτάχκι η Παναγιώτς: άιντι πάλι ουρίστι,ουρίστι κατουρίστι. Aα έευτους δε γροικά κάντιμπουτα να γέν αγήας κιαα μας κτικιάσ-.
Σιγά-σιγά συνήθσι κ η δάσκαλους μάθαν κι τα πιδγιά τρόπ, μου ότ γήνταν δε τα καταφέρναν κι τόσου.
Μνια μία λέει :έλα στον πίνακα Ουρανία και γράψε: τα μακαρόνια τρώγονται με τυρί .Χα χα χα γιλάει κι ξιζγαίζ η γι Αθανάης. Γιατί γελάς παιδί μου; Λάθους του γείπις κύριι ,οι μακαόνις τώωγντην μι ξιουτύρ κι δυάσμου. Δουνά τόσυι να συνουηθούν.
Στα θρησκιυτικά έλιγι: οι μαθητές άκουγαν το δάσκαλό τους και έβλεπαν πολλά θαύματα κι η Παναγιώτς γείπι :άιντι κύριι, κι φακίρδις γείνι οι δασκάλ, ώρα ένι να μας κάνς κανέ νούμιρου.
Όντι πάλι παγαίναν μιτά τα Φώτα στου σκουλιό έλιγι η δάσκαλους :Ο Χριστός βαφτίσθηκε στον Ιορδάνη ποταμό και εις ανάμνηση του γεγονότος ρίχνουμε το σταυρό…στου ργιακ πιτάχκι πάλι του πιδί
Άρπαξι ντ βίτσα απ του τραπέζ η δάσκαλους ντου κατήβασι μνια ,κι γιάλλ ντου λπυθήκαν ντου καμένου κι σκουθήκαν απάν. γιατί κύριι, στου ργιακ ντου ίιχνουμ μι ντου παπΑνιστάς δουνά απ κατ αμπ ντγέφυρα ,γιατί ντουν έδιις τζιάμπα;
Αφού του διάβασις ,βάλι μι ντου ντους να δγεις απ γένταν έεφτα απ γράφου.
Μη γέεβς πγιός κι τι .Άλλα τα γείδα άλλα τάκσα κι του καλύτιου, τα πγιο πουλλά τα σκέφκα.
Για να λες να βήηκα ντ Αννούλα κι μι δώκει τούτανα.
Ρηνούδαα θελς να τα διαβάις μάναμ για δε μπουλείς
Σα δε ,αα σι τα δγιαβάσου μουου νακούς να μην απουφουσκώνς κι δε μ’ ακούς.
Άμα πάλι δε τα θελς τα Σαμουθαακίτκα δε πιάζ ντ γεια σ- νάις.
Ικιά τα χόονια αρχόνταν κατ δασκάλ ξινκοί κι κάνταν σντ Σαμουθράκ-.
Γήρτει μνια βουλά κι γιένας- ντιπ λγουθμός- ντου βλέπαν η κόζμους κι ντου λπούνταν .
Ιι η καμένους, μτι αδυναμία, γιένα πλι απάνιτ δε χουρταίν,μ’ τι πλάκα ακίιδ τώει;
Πάγινι στου σκουλιό κι έλιγι
.-Άννα !
-Τι ένι- έλιγι του πιδί.
Κι ικιός διόρθουνι :ορίστε, θα λες παιδί μου!
Λάλει γιένα μαθητή να ντου φερ ντη σφυρίχτρα.Έτιιχι η Μανόλς, να Κύριι έλιγι του πιδί.Ορίστε, θα λες παιδί μου! Πιτάχκι η Παναγώτς: ισύ κύριι μον ουρίστι ξέρς ,τι δάσκαλους γείσι;.Ουρίστι,ουρίστι, ουρίστι μας ζάλσις.
Σι κανένα δγιο μέις πριν κ-λύσ-η βδουμάδα λέει η Γιάννς
- Κύριι να πάγου για κατούρμα; Παιδγιά, όταν θέλετε να ουρήσετε θα λέτε: κύριε, επιτρέπεται… κι πριν απουσώς ντη κβέντατ η δάσκαλους πιτάχκι η Παναγιώτς: άιντι πάλι ουρίστι,ουρίστι κατουρίστι. Aα έευτους δε γροικά κάντιμπουτα να γέν αγήας κιαα μας κτικιάσ-.
Σιγά-σιγά συνήθσι κ η δάσκαλους μάθαν κι τα πιδγιά τρόπ, μου ότ γήνταν δε τα καταφέρναν κι τόσου.
Μνια μία λέει :έλα στον πίνακα Ουρανία και γράψε: τα μακαρόνια τρώγονται με τυρί .Χα χα χα γιλάει κι ξιζγαίζ η γι Αθανάης. Γιατί γελάς παιδί μου; Λάθους του γείπις κύριι ,οι μακαόνις τώωγντην μι ξιουτύρ κι δυάσμου. Δουνά τόσυι να συνουηθούν.
Στα θρησκιυτικά έλιγι: οι μαθητές άκουγαν το δάσκαλό τους και έβλεπαν πολλά θαύματα κι η Παναγιώτς γείπι :άιντι κύριι, κι φακίρδις γείνι οι δασκάλ, ώρα ένι να μας κάνς κανέ νούμιρου.
Όντι πάλι παγαίναν μιτά τα Φώτα στου σκουλιό έλιγι η δάσκαλους :Ο Χριστός βαφτίσθηκε στον Ιορδάνη ποταμό και εις ανάμνηση του γεγονότος ρίχνουμε το σταυρό…στου ργιακ πιτάχκι πάλι του πιδί
Άρπαξι ντ βίτσα απ του τραπέζ η δάσκαλους ντου κατήβασι μνια ,κι γιάλλ ντου λπυθήκαν ντου καμένου κι σκουθήκαν απάν. γιατί κύριι, στου ργιακ ντου ίιχνουμ μι ντου παπΑνιστάς δουνά απ κατ αμπ ντγέφυρα ,γιατί ντουν έδιις τζιάμπα;
Αφού του διάβασις ,βάλι μι ντου ντους να δγεις απ γένταν έεφτα απ γράφου.
Μη γέεβς πγιός κι τι .Άλλα τα γείδα άλλα τάκσα κι του καλύτιου, τα πγιο πουλλά τα σκέφκα.
Για να λες να βήηκα ντ Αννούλα κι μι δώκει τούτανα.
Ρηνούδαα θελς να τα διαβάις μάναμ για δε μπουλείς
Σα δε ,αα σι τα δγιαβάσου μουου νακούς να μην απουφουσκώνς κι δε μ’ ακούς.
Άμα πάλι δε τα θελς τα Σαμουθαακίτκα δε πιάζ ντ γεια σ- νάις.
Ωραίος !
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι, είναι κρίμα, που δεν τον ρίχνουν πια τον σταυρό στου ρυάκ !