bara

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Αξιότιμε Κύριε Πρωθυπουργέ...Επιστολή Σ.Καργάκου

Γνωρίζω ότι οι ασχολίες σας είναι πολλές και ασφαλώς θα σας είναι δυσχερές να εγκύψετε στα ληρήματα της ταπεινής μου γραφίδας. Αλλ’ επειδή όλα τα Συντάγματα από καταβολής Ελληνικού Κράτους (1-1-1822), μου αναγνωρίζουν το δικαίωμα του «ἀναφέρεσθαι εἰς τάς ἀρχάς», τολμώ –παρότι γνωρίζω ότι το σχετικό άρθρο του Συντάγματος εμπίπτει στις περιπτώσεις φαιδρότητας– να σας απευθύνω την ύστατη τούτη έκκληση:
Κύριε Πρωθυπουργέ, αφού δεν μπορείτε να μας αφήσετε να ζήσουμε ήσυχα, αφήστε τουλάχιστον να πεθάνουμε ήσυχα! Είναι απαράδεκτο άνθρωποι της δικής μου ηλικίας να ασχολούνται από νυκτός μέχρι πρωίας με το τι πρέπει σήμερα να μαζέψουν για την εφορία ή τι ποσό οφείλουν εντός των προσεχών ημερών να πληρώσουν στην εφορία. Οι σοφοί σας σύμβουλοι κάθε ημέρα ανακαλύπτουν και νέους τρόπους να μας αιματορρουφήξουν.
Οι μέθοδοι εισπράξεως χρημάτων, που εφευρέθηκαν εσχάτως, Κύριε Πρωθυπουργέ, παραπέμπουν στις μεθόδους του Αλή Πασά, που αντί να βάζει τον «τζελάτη» (δήμιο) με μια σπαθιά να κόβει το κεφάλι του ραγιά, τον έβαζε να τον κόβει φέτες, ξεκινώντας από τα δάκτυλα και προχωρώντας στα πόδια και στα χέρια, μέχρι να φθάσει στην αποκοπή του κεφαλιού. Ήθελε κι αυτός και τα «ρετζάλια» του (δεν γράφω ρετάλια· ρετζάλια ήσαν οι αξιωματικοί του) και οι «τζοχανταραίοι» του να απολαμβάνουν το θέαμα του μαρτυρίου.
Στο έσχατο αυτό σημείο του παρατεταμένου μαρτυρίου έχουμε φθάσει όλοι όσοι δεν πήραμε τη ζωή μας σαν «μαγκιά» (ενθυμείσθε ασφαλώς το Λαλιωτικό σύνθημα «η ζωή είναι μαγκιά»!) και μοχθήσαμε να στήσουμε νοικοκυριά, για τα παιδιά μας και για τα γεράματά μας. Τώρα που φθάσαμε στο όριο των «υπερήφανων γηρατειών», θαρρείτε, Κύριε Πρωθυπουργέ, ότι είναι δυνατόν με ισχυαλγίες, οσφυαλγίες, αρτηριακές πιέσεις, καρδιοπάθειες, άσθματα και άλλα τινά να στεκόμαστε ώρες στην ουρά για να πληρώσουμε τα διαρκώς επινοούμενα χαράτσια; Κι αν κάποτε αξιωθούμε να φθάσουμε προ του εφοριακού, νομίζετε ότι αρμόζει στην αξιοπρέπειά μας να παζαρεύουμε σαν Αιγύπτιοι... καμηλιέρηδες;
Κύριε Πρωθυπουργέ, ένας προκάτοχός σας στα χρόνια της νεότητάς σας, είχε πει, απευθυνόμενος στον υπουργό του επί των οικονομικών, το πολυθρύλητο: «Δωσ’ τα όλα»! Σεις, γιατί δεν κάνετε το αντίθετο; Να πείτε στον αρμόδιο για τις φοροεισπράξεις «μινίστρο» σας κάτι απλό: «Παρ’ τα όλα». Να ξεμπλέξουμε! Και να μην έχουμε αγωνιά μη μας κλέψουνε. Αλλά τι να πάρουν οι «χαρατσήδες» σας, Κύριε Πρωθυπουργέ; Η κυβέρνησή σας έχει στραγγίξει μέχρι τρυγός ( τρύξ –γός είναι το κατακάθι του οίνου) τα όποια αποθέματά μας· έχει στραγγίξει ως τη στερνή ρανίδα το μαστό της αγελάδας. Φοβάμαι ότι στο εξής, αντί να βγάζει γάλα, ο μαστός της Ελλάδος-αγελάδος, θα κατεβάζει αίμα. Με πάσαν έννοιαν. Θαρρώ, εννοείτε τι εννοώ.
Σήμερα, Κύριε Πρωθυπουργέ, εμείς τα «περήφανα γηρατειά» μοιάζουμε με τη χελώνα που δέχεται επίθεση και μένει στο καβούκι της και μόνο κάπου-κάπου βγάζει το κεφάλι της προς τα έξω και κοιτάζει γύρω. Μα τι να δει; Και το ξαναμαζεύει πάλι μετά από λίγο. Όπου να στρέψουμε το βλέμμα μας, βλέπουμε ανθρώπινα ερείπια. Φαντάζεστε, Κύριε Πρωθυπουργέ, πόσο οδυνηρό είναι για μένα να με πλησιάζει ένας νεαρός και να μου ζητάει ένα ευρώ για να φάει, όταν εγώ τον περνάω 60 χρόνια ζωής; Ξέρετε, Κύριε Πρωθυπουργέ, ότι υπάρχουν άνθρωποι της ηλικίας μου που παρακαλούν τον Θεό να τους χαρίσει χρόνια για να γηροκομήσουν τα παιδιά τους;
Έχω διαβάσει, Κύριε Πρωθυπουργέ, ότι η κατάθλιψη είναι θυμός που έχει στραφεί προς τα μέσα. Αλλά πόσο μέσα θα πάει; Κάποτε θα ξεσπάσει. Και τι θα γίνει, αν ο θυμός αυτός βγει προς έξω; Όταν ο θυμός γίνεται σεισμός, τότε οι κοινωνικές εκρήξεις ξεπερνούν και αυτές της Αίτνας και του Κρακατάου.
Προσωπικά, και μετά από φοροδοσία/αιματοδοσία 52 ετών, δικαιούμαι να έχω αξίωση μιας περισσότερο αξιοπρεπούς μεταχειρίσεως από τις αρμόδιες υπηρεσίες και όχι η δύσμοιρη σύζυγός μου –αντί να μου «παίρνει βεντούζες»– να ξαγρυπνά ψάχνοντας χαρτιά για το σπίτι που κατοικούμε, σπίτι του 1952, το οποίο έχουμε δηλώσει μέχρις εσχάτης γωνιάς πάνω από 60 φορές! Μήπως πρέπει να δηλώσουμε και την ελιά που φύτεψα φέτος; Δεν είναι ευχάριστη η επίσκεψη σε μια δημόσια υπηρεσία. Μου προκαλεί λόγω στενοχωρίας (στενότητας χώρου) στενοχώρια και δυσφορία. Και όσα ακούγονται εκεί, δεν γράφονται στο χαρτί. Κάποτε ένιωσα σαν ιεροκήρυκας σε έκθεση πορνογραφίας.
Με την παρούσα δεν ζητώ τον οίκτο σας. Που ποτέ δεν ζήτησα. Απλώς θέλω για ύστατη φορά να θυμίσω (κι όχι μόνο σε σας), ποιος είναι ο ρόλος του πρωθυπουργού. Που δεν είναι –επαναλαμβάνω– ρόλος να εγκρίνει φορολογικά μέτρα. Ο ρόλος του είναι άλλος. Μια κυβέρνηση είναι σαν το παλιό καλό ρολόι με κουρδιστήρι. Και ρόλος του πρωθυπουργού είναι να κρατάει το ρολόι αυτό καλά κουρδισμένο. Δυστυχώς, η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός μοιάζουν με ξεκούρδιστο ρολόι. Τι χρειαζόταν η μισή κυβέρνηση να κουβαληθεί στην Κεφαλονιά; Και η αντιπολίτευση μαζί! Δεν υπήρχαν αρμόδια όργανα για να συντονίσουν αυτό που πρέπει να γίνει; Οι υπουργοί πρέπει να τα συντονίζουν όλα; Τότε τι χρειάζονται τα λοιπά όργανα;
Αυτά που γίνονται, Κύριε Πρωθυπουργέ, από την κυβέρνησή σας είναι –αν όχι ανόητα– πάντως ακατανόητα. Μας πνίξατε στα ακρωνύμια. Είναι ευκολώτερο να μάθεις Σανσκριτικά παρά να μάθεις τι σημαίνουν τα αρκτικόλεξα αυτά. Τότε ένας τόπος κυβερνάται καλά, όταν η κυβέρνηση κινείται σ’ ένα όριο που μπορεί να το νιώσει κανείς, ακόμη και να το κατανοήσει. Δεν ανήκω στη χορεία των σοφών που περιστοιχίζουν κάθε υπουργό. Ωστόσο, όταν ταξιδεύω με τον ηλεκτρικό, άνθρωποι απλοί με ρωτούν: «Τι γίνεται στον τόπο αυτό;». Και δεν ξέρω τι να αποκριθώ. Συχνά μου έρχεται στη μνήμη μια φράση: «Η κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη όσο φαίνεται· είναι ακόμη χειρότερη». Να απαντήσω έτσι; Σας ερωτώ...
Η αισιοδοξία δεν είναι θέμα «γραμμής».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου