Ο ηδονοθήρας Ntorian συνεπαρμένος από το εξαιρετικά όμορφο πορτραίτο που του φιλοτεχνεί φίλος του ζωγράφος πουλάει την ψυχή του στο διάβολο με αντάλλαγμα την αιώνια νεότητα και το αιώνιο κάλος. Παραδίδεται σε έναν ακόλαστο τρόπο ζωής τον οποίο κρατά κρυφό από την κοινωνία παραμένοντας εξωτερικά αναλλοίωτος. Σε αντίθεση με το άψογο παρουσιαστικό του, το πορτραίτο φέρει τα σημάδια της φθοράς του».
The Picture of Dorian Gray by Oscar Wilde
Γράφει ο Αντώνης Αντωνάκος
Η χειραγώγηση των λαών πάντα δεν απαιτεί τη λογική.
Αλλά το φόβο, το μίσος και σε μικρότερο βαθμό το δέος και το θαυμασμό.
Αυτά είναι τα «εργαλεία» των δημοκόπων και των λαϊκιστών, των μαθητευόμενων μάγων και των αμοραλιστών που βλέπουν την εξουσία ως αυτοσκοπό, των «φονταμενταλιστών» της πολιτικής που θεωρούν ότι κατέχουν το μονοπώλιο της λογικής και της αλήθειας. Και αυτά κυριάρχησαν με εξαίρεση τη δημοκρατία που θεμελιώθηκε εδώ, σε τούτη τη γη, πριν από 2500 χρόνια όταν όλος σχεδόν ο υπόλοιπος κόσμος ήταν βυθισμένος στο μαύρο σκοτάδι της άγνοιας της βαρβαρότητας των προλήψεων, υποταγμένος σε φόβους μεταφυσικούς και αντικειμενικούς. Έκτοτε με ένα μεγάλο διάλλειμα που κράτησε πάνω από 2000 χρόνια κάποιες λίγες χώρες αγωνίζονται να επαναλάβουν το θαύμα εκείνης της κοινωνίας των πολιτών.
Όμως δυστυχώς η φαυλότητα και η ιδιοτέλεια ντυμένη προβιά αρνιού πολλές φορές κυριαρχεί. Και άλλες φορές πάλι η «θεολογική προσέγγιση» της πολιτικής (δόγματα ευαγγέλια και απόλυτες αλήθειες, «δαίμονες και χερουβείμ», παράδεισος και κόλαση) δίνοντας διαστάσεις μεταφυσικές στο «σκοπό», «αγιάζει» τα μέσα, επιλέγοντας τη χειραγώγηση αντί για την ενσυνείδητη και ουσιαστική συμμετοχή στα δρώμενα ενημερωμένων πολιτών.
Η χειραγώγηση των λαών πάντα απαιτεί «μύθους», και πραγματικούς ή φανταστικούς βαρβάρους. Από το μύθο ενός μεροληπτικού θεού αποφασισμένου να οδηγήσει τον «περιούσιο λαό» στον επίγειο παράδεισο, τον προορισμένο ειδικά για να κατοικηθεί από αυτόν, μέχρι τον «βιολογικά ανώτερο» λαό των Αρίων τον προορισμένο να κυβερνήσει τον κόσμο η απόσταση είναι μεγάλη αλλά το κίνητρο και η μέθοδος είναι ίδια. Χειραγώγηση και εξουσία, μύθοι προστάτες και εχθροί. Και αυτό το μείγμα όταν είναι ώριμες οι συνθήκες και όταν βρεθεί ο «κατάλληλος» άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει απίστευτες καταστάσεις μπορεί να μετατρέψει «ένα λαό φιλοσόφων σε λαό δολοφόνων» ή λίγο πιο ανώδυνα;; έναν έξυπνο και δημιουργικό λαό σε λαό πολιτικά ηλιθίων.
Ο «προοδευτικός» μύθος του 20ου αιώνα σάρωσε και την Ελλάδα της μεταπολίτευσης.
Οικοδομήθηκε συστηματικά ο μύθος του «περιούσιου δημοκρατικού – προοδευτικού» λαού, των «μη προνομιούχων και των κατατρεγμένων». Και ορθώθηκαν πολιτικά τείχη που χώρισαν το λαό στα δύο, οδηγώντας ακόμα και σε χωριστά καφενεία, την εποχή που ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση ο ίδιος ο λαός, χωρίς τη μεσολάβηση «των πεφωτισμένων», είχε σχεδόν επουλώσει τις πληγές του διχασμού.
Κύριος «εμπορικός αντιπρόσωπος» και καρπωτής του μύθου ο Α. Παπανδρέου και το «κίνημα».
Ο «δαίμονας» η δεξιά, η κόλαση του καπιταλισμού, οι δεξιοί «παρείσακτοι» της «δημοκρατικής», Σοσιαλιστικής εννοείται, κοινωνίας. Οι «άγγελοι» οι σοσιαλιστές, το ΠΑΣΟΚ και «οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις».
Δύναμη του κακού και απόβλητη από τον «σοσιαλιστικό» παράδεισο η παράταξη που αποκατέστησε τη δημοκρατία, που έλυσε το πολιτειακό, που καθιέρωσε ένα από τα πιο σύγχρονα και δημοκρατικά συντάγματα του κόσμου, η παράταξη που οδήγησε τη χώρα από τη φτώχεια στην ανάπτυξη και τη Ε.Ε..
Αναφέρει σχετικά ο αείμνηστος Λ. Κύρκος στη συνέντευξή του το Δεκέμβριο του 2006 στον Παπαχελά:
«Και επικράτησε η άλλη λογική. Η λογική της κάθετης αντιπαράθεσης του Ανδρέα του Παπανδρέου. Ο Ανδρέας ο Παπανδρέου δεν έβλεπε τίποτε άλλο, παρά την άνοδο στην εξουσία. Και η άνοδος στην εξουσία σήμαινε συνέχιση της διχοτομίας δεξιά-αντιδεξιά. Λυσσαλέο μίσος για να μπορέσουμε να συγκεντρώσουμε τον κόσμο μας». Και συνεχίζει: «Γυρίσαμε στις παραμονές της 21ης Απριλίου και αυτό από ανθρώπους που ζήσανε τη δικτατορία εξ αποστάσεως. Ο Ανδρέας θριαμβολογούσε από το εξωτερικό, σκεφτόταν να κηρύξει ένοπλο αγώνα, έβλεπε τον εαυτό του στη θέση του Άρη ή του Γκεβάρα, επικεφαλής στρατιών Ελλήνων που θα επιστρατεύονταν πάλι σε έναν εμφύλιο πόλεμο, μπούρδες».
Οι νικητές δεν γράφουν πάντα την ιστορία.
Λέγεται ότι οι νικητές γράφουν την ιστορία. Όμως στην μεταπολιτευτική Ελλάδα αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Αντίθετα θα έλεγε κάποιος ότι έχουμε απόλυτη αντιστροφή της πραγματικότητας και την ουσιαστική πλαστογράφηση της ιστορίας εκ μέρους των «ηττημένων». Φυσικά η αναφορά αφορά κυρίως το ιδεολογικό πεδίο αλλά όχι μόνο. Αφορά και τον επιμερισμό των ευθυνών για την αιματοχυσία, που προκλήθηκε ως απότοκος των «ιδεολογικών» αντιθέσεων και των φονταμενταλιστικών φανατισμών, και που το φάντασμά τους ιδιοτελώς εξακολουθεί να στοιχειώνει και να ταλαιπωρεί την κοινωνία μας.
Στοιχειωμένη η ελληνική κοινωνία από αυτά τα φαντάσματα του εμφύλιου σπαραγμού προσφερόταν για εκμετάλλευση από επιτήδειους και αμοραλιστές που θα ήθελαν αξιοποιήσουν για το δικό τους συμφέρον πάθη και αγκυλώσεις που φυσιολογικά επακολούθησαν τα γεγονότα της δεκαετίας του 40.
Και σχεδόν όπως συμβαίνει πάντα, αυτοί ήταν οι απόντες και παρατηρητές από απόσταση και εκ του ασφαλούς των γεγονότων που συγκλόνισαν όχι μόνο όσους συμμετείχαν στη σύγκρουση αλλά και εκείνους που με οδύνη ήταν αυτόπτες μάρτυρες της φρίκης. Εκτός αυτού για μεγάλο ποσοστό αυτών που συμμετείχαν στη σύγκρουση όχι μόνο το «στρατόπεδο» αλλά και αυτή καθ’ αυτή η συμμετοχή τους δεν προέκυψε ως επιλογή αλλά ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού. Δεν ήταν αποτέλεσμα στέρεων ιδεολογικών αντιλήψεων αλλά αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις συγκυριών και εξωγενών παραγόντων. Γι αυτό μετά τη Δικτατορία οι συνθήκες ήταν ώριμες για να κλείσουν οριστικά και στο επίπεδο της πολιτικής οι πληγές του διχασμού οι οποίες ήδη από πολλά χρόνια στο επίπεδο του λαού είχαν κλείσει.
Σε αυτές τις συνθήκες, και ασφαλώς κυρίως λόγω της χαρισματικής (αλλά και διπολικής;;) προσωπικότητας του ιδρυτή του, θεμελιώθηκε ο «μύθος» και οικοδομήθηκε το «φαινόμενο» ΠΑΣΟΚ.
Οι μύθοι απαιτούν «αφήγηση», «αφηγητές» και «ήρωες». Και σε αυτά επιδόθηκαν συστηματικά και επιδέξια, όπως ήταν ως ένα σημείο φυσιολογικό, αυτοί που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση. Οι ηττημένοι. Από την «άλλη πλευρά» σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο υπήρχε απόλυτη σιωπή και απουσία ή στην καλύτερη περίπτωση δραματική ανεπάρκεια. Έτσι το πεδίο της ενημέρωσης και της ιδεολογικής και ιστορικής αντιπαράθεσης έμεινε προνομιακό πεδίο της Αριστεράς.
Αναφέρει σχετικά με τους «ήρωες» στη συνέντευξη που προαναφέρθηκε ο Λ. Κύρκος: «Από τη στιγμή που μπήκα μέσα στο αριστερό κίνημα ήμουνα δοσμένος σε αυτό. Δεν ήμουνα με την κριτική διάθεση που απέκτησα εκ των υστέρων, γι’ αυτό και τα όσα συζητάμε για νέους κ.τ.λ. τα ακούω βερεσέ. Ένας νέος αν δεν έχει εμπειρίες, δεν τις έχει ζήσει, δεν τις έχει βιώσει για να μπορεί να κάνει τον κριτικό έλεγχο, εύκολα παραδίδεται στους εντυπωσιασμούς.» Και αναφέρει στη συνέχεια: «Ήμουν ένα στελεχάκι της βάσης, που δεν μετείχε στις πολιτικές διεργασίες, που δεν είχε την πληροφόρηση, αλλά δεν είχε και το κουράγιο να δει κατάματα τους ανθρώπους, οι οποίοι στα μάτια του παρουσιάζονταν γιγάντιοι. Και είδα ότι όλοι αυτοί, ας μην τους πω όλους, ήταν περιτρίμματα. Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν- θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό της Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο που ήρθε από την Κρήτη, τον Βλαντά, ο οποίος ήταν για την εποχή εκείνη ένας ήρωας για τη νεολαία, γραμματέας της νεολαίας κ.τ.λ. Άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν. Κι όμως εκείνη την εποχή, σας επαναλαμβάνω, τους έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς σαν γίγαντες».
Αλλά και στη συνέχεια η διαδικασία της «ηρωοποίησης» συνεχίστηκε για τα θύματα που προέρχονταν από το χώρο της Αριστεράς (Λαμπράκης, Πέτρουλας κ.λ.π.) ενώ τα θύματα της άλλης πλευράς (Αθανασιάδης, Μομφεράτος, Μπακογιάννης) τα παρέσυρε ο χρόνος και τα σκέπασε η λήθη, οι δε μύθοι του «γέρου της Δημοκρατίας», του «ασυμβίβαστου δικαστή», του «επαναστάτη Αντρέα» κυριάρχησαν στην συνείδηση εκείνων που δεν είχαν ζήσει τα γεγονότα και δεν είχαν την εμπειρία για να κρίνουν αντικειμενικά.
Η κατασκευή μύθων δημιούργησε απίθανα φαινόμενα έπαρσης και αλαζονείας που είχαν έντονα τα χαρακτηριστικά που στο μεσοπόλεμο οδήγησαν στα εθνικοσοσιαλιστικά καθεστώτα.
Επίμετρο της αλαζονείας που βρήκε έφορο έδαφος στην αμάθεια και τον φανατισμό, «Δεξιά παρένθεση» η τριετία 1990-1993 στη «σοσιαλιστική κυριαρχία» 1981-2004. Αλλά βέβαια με πεισματική άρνηση να αναλάβουν και τις ευθύνες αυτής της κυριαρχίας. Ούτε η 11ετης κυριαρχία από το 1993 μέχρι το 2004 δημιούργησε καμία ενοχή γιατί δεν κατόρθωσε «το κίνημα» (ούτε επεχείρησε άλλωστε) να αποτρέψει την σκληρή οικονομική πραγματικότητα στην οποία οδήγησε η καταστροφική πολιτική της δεκαετίας του 80 και για την οποία ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου αναγκάστηκε να πει το 1994 «ή το Έθνος θα δαμάσει την υπερχρέωση ή η υπερχρέωση θα καταστρέψει το Έθνος».
Για το δημόσιο χρέος που απογειώθηκε, για την οικονομία που ξεθεμελιώθηκε, για το κράτος που διαλύθηκε για την κοινωνία που εξαχρειώθηκε. Πάντα συμμετέχοντες και πάντα αμέτοχοι. Πάντα με τα θύματα και ας είναι θύτες.
Οι «αμαρτίες» άφηναν ανεπηρέαστη τη βιτρίνα. Καταγράφονταν άραγε σε ένα «έμψυχο» πορτραίτο στο κελάρι της «συλλογικής τους συνείδησης»; Αμφίβολο. Αυτό είναι το ΠΑΣΟΚ. Ένας πολιτικός Dorian Gray.
Σε αυτή του την ιδιότητα ελπίζουν και τώρα. Και δυστυχώς δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ότι έχουν δίκιο. Δεν αποκλείεται να ξαναβρεθούμε «στο ίδιο έργο θεατές» να το δούμε να αναγεννιέται μέσα από την αλλαγή της παλιάς ηγεσίας με μια νέα αλλά τόσο παλιά. Με ένα νέο πρόσωπο-προσωπείο. Όπως έγινε με τους εκσυγχρονιστές του κυρίου Σημίτη από τους «κηπουρούς» του κυρίου Παπανδρέου.
Και εμείς παρατηρητές. Σε ένα νέο επεισόδιο του σήριαλ «Το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ».
Που θα έχει πρωταγωνιστές τους «αποτελεσματικούς» των κυρίων Βενιζέλου – Λοβέρδου; Ή τους «συνεπείς» του κυρίου Καστανίδη; Ή τους «μετανοημένους» του κυρίου Χρυσοχοϊδη; Σε κάθε περίπτωση όμως αναγεννημένους και αναβαπτισμένους στα σοσιαλιστικά και επαναστατικά νάματα της 3ης Σεπτέμβρη. Και με τα «χερουβείμ» της «εργολαβικής και προμηθευτικής συντεχνίας» των ΜΜΕ να ψάλουν «ωσαννά».
The Picture of Dorian Gray by Oscar Wilde
Γράφει ο Αντώνης Αντωνάκος
Η χειραγώγηση των λαών πάντα δεν απαιτεί τη λογική.
Αλλά το φόβο, το μίσος και σε μικρότερο βαθμό το δέος και το θαυμασμό.
Αυτά είναι τα «εργαλεία» των δημοκόπων και των λαϊκιστών, των μαθητευόμενων μάγων και των αμοραλιστών που βλέπουν την εξουσία ως αυτοσκοπό, των «φονταμενταλιστών» της πολιτικής που θεωρούν ότι κατέχουν το μονοπώλιο της λογικής και της αλήθειας. Και αυτά κυριάρχησαν με εξαίρεση τη δημοκρατία που θεμελιώθηκε εδώ, σε τούτη τη γη, πριν από 2500 χρόνια όταν όλος σχεδόν ο υπόλοιπος κόσμος ήταν βυθισμένος στο μαύρο σκοτάδι της άγνοιας της βαρβαρότητας των προλήψεων, υποταγμένος σε φόβους μεταφυσικούς και αντικειμενικούς. Έκτοτε με ένα μεγάλο διάλλειμα που κράτησε πάνω από 2000 χρόνια κάποιες λίγες χώρες αγωνίζονται να επαναλάβουν το θαύμα εκείνης της κοινωνίας των πολιτών.
Όμως δυστυχώς η φαυλότητα και η ιδιοτέλεια ντυμένη προβιά αρνιού πολλές φορές κυριαρχεί. Και άλλες φορές πάλι η «θεολογική προσέγγιση» της πολιτικής (δόγματα ευαγγέλια και απόλυτες αλήθειες, «δαίμονες και χερουβείμ», παράδεισος και κόλαση) δίνοντας διαστάσεις μεταφυσικές στο «σκοπό», «αγιάζει» τα μέσα, επιλέγοντας τη χειραγώγηση αντί για την ενσυνείδητη και ουσιαστική συμμετοχή στα δρώμενα ενημερωμένων πολιτών.
Η χειραγώγηση των λαών πάντα απαιτεί «μύθους», και πραγματικούς ή φανταστικούς βαρβάρους. Από το μύθο ενός μεροληπτικού θεού αποφασισμένου να οδηγήσει τον «περιούσιο λαό» στον επίγειο παράδεισο, τον προορισμένο ειδικά για να κατοικηθεί από αυτόν, μέχρι τον «βιολογικά ανώτερο» λαό των Αρίων τον προορισμένο να κυβερνήσει τον κόσμο η απόσταση είναι μεγάλη αλλά το κίνητρο και η μέθοδος είναι ίδια. Χειραγώγηση και εξουσία, μύθοι προστάτες και εχθροί. Και αυτό το μείγμα όταν είναι ώριμες οι συνθήκες και όταν βρεθεί ο «κατάλληλος» άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει απίστευτες καταστάσεις μπορεί να μετατρέψει «ένα λαό φιλοσόφων σε λαό δολοφόνων» ή λίγο πιο ανώδυνα;; έναν έξυπνο και δημιουργικό λαό σε λαό πολιτικά ηλιθίων.
Ο «προοδευτικός» μύθος του 20ου αιώνα σάρωσε και την Ελλάδα της μεταπολίτευσης.
Οικοδομήθηκε συστηματικά ο μύθος του «περιούσιου δημοκρατικού – προοδευτικού» λαού, των «μη προνομιούχων και των κατατρεγμένων». Και ορθώθηκαν πολιτικά τείχη που χώρισαν το λαό στα δύο, οδηγώντας ακόμα και σε χωριστά καφενεία, την εποχή που ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση ο ίδιος ο λαός, χωρίς τη μεσολάβηση «των πεφωτισμένων», είχε σχεδόν επουλώσει τις πληγές του διχασμού.
Κύριος «εμπορικός αντιπρόσωπος» και καρπωτής του μύθου ο Α. Παπανδρέου και το «κίνημα».
Ο «δαίμονας» η δεξιά, η κόλαση του καπιταλισμού, οι δεξιοί «παρείσακτοι» της «δημοκρατικής», Σοσιαλιστικής εννοείται, κοινωνίας. Οι «άγγελοι» οι σοσιαλιστές, το ΠΑΣΟΚ και «οι λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις».
Δύναμη του κακού και απόβλητη από τον «σοσιαλιστικό» παράδεισο η παράταξη που αποκατέστησε τη δημοκρατία, που έλυσε το πολιτειακό, που καθιέρωσε ένα από τα πιο σύγχρονα και δημοκρατικά συντάγματα του κόσμου, η παράταξη που οδήγησε τη χώρα από τη φτώχεια στην ανάπτυξη και τη Ε.Ε..
Αναφέρει σχετικά ο αείμνηστος Λ. Κύρκος στη συνέντευξή του το Δεκέμβριο του 2006 στον Παπαχελά:
«Και επικράτησε η άλλη λογική. Η λογική της κάθετης αντιπαράθεσης του Ανδρέα του Παπανδρέου. Ο Ανδρέας ο Παπανδρέου δεν έβλεπε τίποτε άλλο, παρά την άνοδο στην εξουσία. Και η άνοδος στην εξουσία σήμαινε συνέχιση της διχοτομίας δεξιά-αντιδεξιά. Λυσσαλέο μίσος για να μπορέσουμε να συγκεντρώσουμε τον κόσμο μας». Και συνεχίζει: «Γυρίσαμε στις παραμονές της 21ης Απριλίου και αυτό από ανθρώπους που ζήσανε τη δικτατορία εξ αποστάσεως. Ο Ανδρέας θριαμβολογούσε από το εξωτερικό, σκεφτόταν να κηρύξει ένοπλο αγώνα, έβλεπε τον εαυτό του στη θέση του Άρη ή του Γκεβάρα, επικεφαλής στρατιών Ελλήνων που θα επιστρατεύονταν πάλι σε έναν εμφύλιο πόλεμο, μπούρδες».
Οι νικητές δεν γράφουν πάντα την ιστορία.
Λέγεται ότι οι νικητές γράφουν την ιστορία. Όμως στην μεταπολιτευτική Ελλάδα αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Αντίθετα θα έλεγε κάποιος ότι έχουμε απόλυτη αντιστροφή της πραγματικότητας και την ουσιαστική πλαστογράφηση της ιστορίας εκ μέρους των «ηττημένων». Φυσικά η αναφορά αφορά κυρίως το ιδεολογικό πεδίο αλλά όχι μόνο. Αφορά και τον επιμερισμό των ευθυνών για την αιματοχυσία, που προκλήθηκε ως απότοκος των «ιδεολογικών» αντιθέσεων και των φονταμενταλιστικών φανατισμών, και που το φάντασμά τους ιδιοτελώς εξακολουθεί να στοιχειώνει και να ταλαιπωρεί την κοινωνία μας.
Στοιχειωμένη η ελληνική κοινωνία από αυτά τα φαντάσματα του εμφύλιου σπαραγμού προσφερόταν για εκμετάλλευση από επιτήδειους και αμοραλιστές που θα ήθελαν αξιοποιήσουν για το δικό τους συμφέρον πάθη και αγκυλώσεις που φυσιολογικά επακολούθησαν τα γεγονότα της δεκαετίας του 40.
Και σχεδόν όπως συμβαίνει πάντα, αυτοί ήταν οι απόντες και παρατηρητές από απόσταση και εκ του ασφαλούς των γεγονότων που συγκλόνισαν όχι μόνο όσους συμμετείχαν στη σύγκρουση αλλά και εκείνους που με οδύνη ήταν αυτόπτες μάρτυρες της φρίκης. Εκτός αυτού για μεγάλο ποσοστό αυτών που συμμετείχαν στη σύγκρουση όχι μόνο το «στρατόπεδο» αλλά και αυτή καθ’ αυτή η συμμετοχή τους δεν προέκυψε ως επιλογή αλλά ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού. Δεν ήταν αποτέλεσμα στέρεων ιδεολογικών αντιλήψεων αλλά αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις συγκυριών και εξωγενών παραγόντων. Γι αυτό μετά τη Δικτατορία οι συνθήκες ήταν ώριμες για να κλείσουν οριστικά και στο επίπεδο της πολιτικής οι πληγές του διχασμού οι οποίες ήδη από πολλά χρόνια στο επίπεδο του λαού είχαν κλείσει.
Σε αυτές τις συνθήκες, και ασφαλώς κυρίως λόγω της χαρισματικής (αλλά και διπολικής;;) προσωπικότητας του ιδρυτή του, θεμελιώθηκε ο «μύθος» και οικοδομήθηκε το «φαινόμενο» ΠΑΣΟΚ.
Οι μύθοι απαιτούν «αφήγηση», «αφηγητές» και «ήρωες». Και σε αυτά επιδόθηκαν συστηματικά και επιδέξια, όπως ήταν ως ένα σημείο φυσιολογικό, αυτοί που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση. Οι ηττημένοι. Από την «άλλη πλευρά» σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο υπήρχε απόλυτη σιωπή και απουσία ή στην καλύτερη περίπτωση δραματική ανεπάρκεια. Έτσι το πεδίο της ενημέρωσης και της ιδεολογικής και ιστορικής αντιπαράθεσης έμεινε προνομιακό πεδίο της Αριστεράς.
Αναφέρει σχετικά με τους «ήρωες» στη συνέντευξη που προαναφέρθηκε ο Λ. Κύρκος: «Από τη στιγμή που μπήκα μέσα στο αριστερό κίνημα ήμουνα δοσμένος σε αυτό. Δεν ήμουνα με την κριτική διάθεση που απέκτησα εκ των υστέρων, γι’ αυτό και τα όσα συζητάμε για νέους κ.τ.λ. τα ακούω βερεσέ. Ένας νέος αν δεν έχει εμπειρίες, δεν τις έχει ζήσει, δεν τις έχει βιώσει για να μπορεί να κάνει τον κριτικό έλεγχο, εύκολα παραδίδεται στους εντυπωσιασμούς.» Και αναφέρει στη συνέχεια: «Ήμουν ένα στελεχάκι της βάσης, που δεν μετείχε στις πολιτικές διεργασίες, που δεν είχε την πληροφόρηση, αλλά δεν είχε και το κουράγιο να δει κατάματα τους ανθρώπους, οι οποίοι στα μάτια του παρουσιάζονταν γιγάντιοι. Και είδα ότι όλοι αυτοί, ας μην τους πω όλους, ήταν περιτρίμματα. Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν- θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό της Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο που ήρθε από την Κρήτη, τον Βλαντά, ο οποίος ήταν για την εποχή εκείνη ένας ήρωας για τη νεολαία, γραμματέας της νεολαίας κ.τ.λ. Άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν. Κι όμως εκείνη την εποχή, σας επαναλαμβάνω, τους έβλεπα τους ανθρώπους αυτούς σαν γίγαντες».
Αλλά και στη συνέχεια η διαδικασία της «ηρωοποίησης» συνεχίστηκε για τα θύματα που προέρχονταν από το χώρο της Αριστεράς (Λαμπράκης, Πέτρουλας κ.λ.π.) ενώ τα θύματα της άλλης πλευράς (Αθανασιάδης, Μομφεράτος, Μπακογιάννης) τα παρέσυρε ο χρόνος και τα σκέπασε η λήθη, οι δε μύθοι του «γέρου της Δημοκρατίας», του «ασυμβίβαστου δικαστή», του «επαναστάτη Αντρέα» κυριάρχησαν στην συνείδηση εκείνων που δεν είχαν ζήσει τα γεγονότα και δεν είχαν την εμπειρία για να κρίνουν αντικειμενικά.
Η κατασκευή μύθων δημιούργησε απίθανα φαινόμενα έπαρσης και αλαζονείας που είχαν έντονα τα χαρακτηριστικά που στο μεσοπόλεμο οδήγησαν στα εθνικοσοσιαλιστικά καθεστώτα.
Επίμετρο της αλαζονείας που βρήκε έφορο έδαφος στην αμάθεια και τον φανατισμό, «Δεξιά παρένθεση» η τριετία 1990-1993 στη «σοσιαλιστική κυριαρχία» 1981-2004. Αλλά βέβαια με πεισματική άρνηση να αναλάβουν και τις ευθύνες αυτής της κυριαρχίας. Ούτε η 11ετης κυριαρχία από το 1993 μέχρι το 2004 δημιούργησε καμία ενοχή γιατί δεν κατόρθωσε «το κίνημα» (ούτε επεχείρησε άλλωστε) να αποτρέψει την σκληρή οικονομική πραγματικότητα στην οποία οδήγησε η καταστροφική πολιτική της δεκαετίας του 80 και για την οποία ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου αναγκάστηκε να πει το 1994 «ή το Έθνος θα δαμάσει την υπερχρέωση ή η υπερχρέωση θα καταστρέψει το Έθνος».
Για το δημόσιο χρέος που απογειώθηκε, για την οικονομία που ξεθεμελιώθηκε, για το κράτος που διαλύθηκε για την κοινωνία που εξαχρειώθηκε. Πάντα συμμετέχοντες και πάντα αμέτοχοι. Πάντα με τα θύματα και ας είναι θύτες.
Οι «αμαρτίες» άφηναν ανεπηρέαστη τη βιτρίνα. Καταγράφονταν άραγε σε ένα «έμψυχο» πορτραίτο στο κελάρι της «συλλογικής τους συνείδησης»; Αμφίβολο. Αυτό είναι το ΠΑΣΟΚ. Ένας πολιτικός Dorian Gray.
Σε αυτή του την ιδιότητα ελπίζουν και τώρα. Και δυστυχώς δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ότι έχουν δίκιο. Δεν αποκλείεται να ξαναβρεθούμε «στο ίδιο έργο θεατές» να το δούμε να αναγεννιέται μέσα από την αλλαγή της παλιάς ηγεσίας με μια νέα αλλά τόσο παλιά. Με ένα νέο πρόσωπο-προσωπείο. Όπως έγινε με τους εκσυγχρονιστές του κυρίου Σημίτη από τους «κηπουρούς» του κυρίου Παπανδρέου.
Και εμείς παρατηρητές. Σε ένα νέο επεισόδιο του σήριαλ «Το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ».
Που θα έχει πρωταγωνιστές τους «αποτελεσματικούς» των κυρίων Βενιζέλου – Λοβέρδου; Ή τους «συνεπείς» του κυρίου Καστανίδη; Ή τους «μετανοημένους» του κυρίου Χρυσοχοϊδη; Σε κάθε περίπτωση όμως αναγεννημένους και αναβαπτισμένους στα σοσιαλιστικά και επαναστατικά νάματα της 3ης Σεπτέμβρη. Και με τα «χερουβείμ» της «εργολαβικής και προμηθευτικής συντεχνίας» των ΜΜΕ να ψάλουν «ωσαννά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου