Η. Κονοφάγος, Ν. Λυγερός
To 1972, δέκα χρόνια πριν την υπογραφή του Δικαίου της Θάλασσας, ανακαλύφθηκε στην ελληνική ΑΟΖ, στο Βόρειο Αιγαίο, το κοίτασμα Φυσικού Αερίου «Νότια Καβάλα» με αποθέματα ύψους ~1 Δις m3, δηλαδή διακόσιες φορές μικρότερα αποθέματα από αυτά της Αφροδίτης ~200 Δις m3 (~7 Τρις κυβικά πόδια) που ανακαλύφθηκαν στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2011. Υπενθυμίζουμε ότι η Νότια Καβάλα συνεχίζει να παράγει φυσικό αέριο ακόμη και σήμερα. Τον Οκτώβριο του 2010, η πρώην Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της ΔΕΠ-ΕΚΥ Α.Ε. Κα Τερέζα Φωκιανού παρουσίασε για πρώτη φορά σε Συνέδριο του ΕΛΚΕΘΕ υποθαλάσσια σεισμική καταγραφή υψηλής ευκρίνειας 80km Νότια της Κρήτης, η οποία έδειχνε με σαφήνεια πιθανή ύπαρξη σημαντικού στόχου αποθέματος Φυσικού Αερίου. Η συνέχεια είναι γνωστή, λίγους μήνες αργότερα οι δύο Πρωθυπουργοί, Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμας ανακοίνωσαν o καθένας με τη σειρά του ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε Έρευνες Νότια της Κρήτης. Και τώρα βρισκόμαστε στη φάση της υλοποίησης της θέσπισης της ΑΟΖ από τη νέα κυβέρνηση.
Σήμερα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω των ανακαλύψεων των μεγάλων κοιτασμάτων στο Ισραήλ και την Κύπρο, όπου όπως διαφαίνεται υπάρχουν σοβαρές ελπίδες ανακάλυψης μεγάλου κοιτάσματος φυσικού αερίου στο Λιβυκό Πέλαγος Νότια της Κρήτης. Μόλις όμως συμβεί κάτι τέτοιο θα τεθεί αμέσως (όπως έγινε και στην Κύπρο και στο Ισραήλ) το πρόβλημα εάν και κατά πόσον θα πρέπει να υπάρξει ένα πλωτό σύστημα Υγροποίησης, Αποθήκευσης και Εκφόρτωσης του Φυσικού Αερίου πάνω από το κοίτασμα ή αντιθέτως να υπάρξει υποθαλάσσια, μέσω αγωγών, μεταφορά του Φυσικού Αερίου στην ξηρά για υγροποίηση και στη συνέχεια μεταφορά σε μορφή LNG με τα σχετικά πλοία.
Είναι ευκαιρία εδώ να τονίσουμε ότι μία επί τόπου μονάδα πλωτής υγροποίησης, αποθήκευσης και εκφόρτωσης εμφανίζει στην πράξη μια σειρά από σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των συμβατικών μονάδων υγροποίησης. Το πρώτο σημαντικό πλεονέκτημα είναι ότι η μονάδα αυτή έχει τη δυνατότητα να το τοποθετηθεί γεωγραφικά ακριβώς πάνω από το πεδίο φυσικού αερίου όσο μακριά και εάν αυτό βρίσκεται από την ξηρά, πράγμα το οποίο σημαίνει πρακτικά ότι αποτελεί ένα ανεξάρτητο σύστημα. Αποφεύγονται έτσι η κατασκευή εξαιρετικά δαπανηρών αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου προς την ξηρά. Το δεύτερο σημαντικό πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα που έχει το σύστημα αυτό να μετακινηθεί σε άλλη θέση όταν το υφιστάμενο πεδίο φυσικού αερίου θα έχει εξαντληθεί. Αυτή η ιδιότητα είναι σημαντική όταν υπάρχουν πολλαπλά κοιτάσματα σε μία δεδομένη περιοχή. Τα περασμένα χρόνια η τεχνική αυτή λύση αναλύθηκε διεξοδικά με θετική κατάληξη. Σήμερα βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο αξιολόγησης της και η μέθοδος εμπορικά και βιομηχανικά άρχισε να εφαρμόζεται διστακτικά μεν στην βόρεια Αυστραλία από την Εταιρεία SHELL αλλά η εμπορική διάδοση της είναι εδώ, και φαίνεται να επεκτείνεται με γοργό ρυθμό.
Ο λόγος είναι ότι όλο και πιο συχνά ανακαλύπτονται κοιτάσματα σε μεγάλα θαλάσσια βάθη ευρισκόμενα σε μεγάλη απόσταση από την πλησιέστερη ξηρά. Κατά συνέπεια, oι συμβατικές λύσεις εκμετάλλευσης αυτών των κοιτασμάτων –σε περιοχές που δεν υπάρχουν αντίστοιχες υποδομές αγωγών Φυσικού Αερίου – εμφανίζουν συγκριτικά ένα πολύ υψηλό κόστος. Αντίθετα το ύψος της επένδυσης για τις πλωτές θαλάσσιες εγκαταστάσεις εκφόρτωσης έχει επίσης μειωθεί σημαντικά, ενώ αποφεύγονται πολλά από τα ζητήματα που σχετίζονται με περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις επιλογής θέσεων χερσαίων εγκαταστάσεων υγροποίησης. Δύο απλά παραδείγματα είναι το θέμα της θέασης, αλλά και της οσμής, τα οποία είναι πολύ σημαντικά, όταν βρισκόμαστε σε τουριστική περιοχή. Η λύση όμως της επί τόπου πλωτής εκμετάλλευσης και υγροποίησης εμφανίζει στην πράξη σημαντικές τεχνικές και εμπορικές προκλήσεις που σχετίζονται με την λειτουργία αυτών των πλωτών συστημάτων υγροποίησης, οι οποίες στο μέλλον αναμένεται να βελτιωθούν δραστικά μειώνοντας δραστικά το ισχύον λειτουργικό κόστος.
Δύο είναι οι κύριοι τύποι πλωτών εγκαταστάσεων υγροποίησης υποθαλάσσιων κοιτασμάτων Φ/Α: ο τύπος μικρής κλίμακας για κοιτάσματα ανακτήσιμων αποθεμάτων 0,5-3 Τρις κυβικών ποδών και μεγάλης κλίμακας με ανακτήσιμα αποθέματα >3 Τρις κυβικά πόδια. Σε αντίθεση με την Κύπρο το μέγεθος των πιθανών κοιτασμάτων Νότια της Κρήτης δεν αναμένεται να ξεπερνά τα 3 Τρις κυβικά πόδια. Το κόστος κεφαλαίου μιας μικρής κλίμακας πλωτής εγκατάστασης κυμαίνεται σήμερα, μεταξύ $600 με $1200 ανά ετήσιο παραγόμενο τόνο υγροποιημένου αερίου. Το κόστος αυτό είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικό, συγκριτικά με άλλες μορφές συμβατικών λύσεων ανάπτυξης κοιτασμάτων και πρέπει να προβληθεί σοβαρά, πριν γίνουν οι στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας.
To 1972, δέκα χρόνια πριν την υπογραφή του Δικαίου της Θάλασσας, ανακαλύφθηκε στην ελληνική ΑΟΖ, στο Βόρειο Αιγαίο, το κοίτασμα Φυσικού Αερίου «Νότια Καβάλα» με αποθέματα ύψους ~1 Δις m3, δηλαδή διακόσιες φορές μικρότερα αποθέματα από αυτά της Αφροδίτης ~200 Δις m3 (~7 Τρις κυβικά πόδια) που ανακαλύφθηκαν στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2011. Υπενθυμίζουμε ότι η Νότια Καβάλα συνεχίζει να παράγει φυσικό αέριο ακόμη και σήμερα. Τον Οκτώβριο του 2010, η πρώην Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της ΔΕΠ-ΕΚΥ Α.Ε. Κα Τερέζα Φωκιανού παρουσίασε για πρώτη φορά σε Συνέδριο του ΕΛΚΕΘΕ υποθαλάσσια σεισμική καταγραφή υψηλής ευκρίνειας 80km Νότια της Κρήτης, η οποία έδειχνε με σαφήνεια πιθανή ύπαρξη σημαντικού στόχου αποθέματος Φυσικού Αερίου. Η συνέχεια είναι γνωστή, λίγους μήνες αργότερα οι δύο Πρωθυπουργοί, Γ. Παπανδρέου και Λ. Παπαδήμας ανακοίνωσαν o καθένας με τη σειρά του ότι πρέπει να προχωρήσουμε σε Έρευνες Νότια της Κρήτης. Και τώρα βρισκόμαστε στη φάση της υλοποίησης της θέσπισης της ΑΟΖ από τη νέα κυβέρνηση.
Σήμερα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω των ανακαλύψεων των μεγάλων κοιτασμάτων στο Ισραήλ και την Κύπρο, όπου όπως διαφαίνεται υπάρχουν σοβαρές ελπίδες ανακάλυψης μεγάλου κοιτάσματος φυσικού αερίου στο Λιβυκό Πέλαγος Νότια της Κρήτης. Μόλις όμως συμβεί κάτι τέτοιο θα τεθεί αμέσως (όπως έγινε και στην Κύπρο και στο Ισραήλ) το πρόβλημα εάν και κατά πόσον θα πρέπει να υπάρξει ένα πλωτό σύστημα Υγροποίησης, Αποθήκευσης και Εκφόρτωσης του Φυσικού Αερίου πάνω από το κοίτασμα ή αντιθέτως να υπάρξει υποθαλάσσια, μέσω αγωγών, μεταφορά του Φυσικού Αερίου στην ξηρά για υγροποίηση και στη συνέχεια μεταφορά σε μορφή LNG με τα σχετικά πλοία.
Είναι ευκαιρία εδώ να τονίσουμε ότι μία επί τόπου μονάδα πλωτής υγροποίησης, αποθήκευσης και εκφόρτωσης εμφανίζει στην πράξη μια σειρά από σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των συμβατικών μονάδων υγροποίησης. Το πρώτο σημαντικό πλεονέκτημα είναι ότι η μονάδα αυτή έχει τη δυνατότητα να το τοποθετηθεί γεωγραφικά ακριβώς πάνω από το πεδίο φυσικού αερίου όσο μακριά και εάν αυτό βρίσκεται από την ξηρά, πράγμα το οποίο σημαίνει πρακτικά ότι αποτελεί ένα ανεξάρτητο σύστημα. Αποφεύγονται έτσι η κατασκευή εξαιρετικά δαπανηρών αγωγών μεταφοράς φυσικού αερίου προς την ξηρά. Το δεύτερο σημαντικό πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα που έχει το σύστημα αυτό να μετακινηθεί σε άλλη θέση όταν το υφιστάμενο πεδίο φυσικού αερίου θα έχει εξαντληθεί. Αυτή η ιδιότητα είναι σημαντική όταν υπάρχουν πολλαπλά κοιτάσματα σε μία δεδομένη περιοχή. Τα περασμένα χρόνια η τεχνική αυτή λύση αναλύθηκε διεξοδικά με θετική κατάληξη. Σήμερα βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο αξιολόγησης της και η μέθοδος εμπορικά και βιομηχανικά άρχισε να εφαρμόζεται διστακτικά μεν στην βόρεια Αυστραλία από την Εταιρεία SHELL αλλά η εμπορική διάδοση της είναι εδώ, και φαίνεται να επεκτείνεται με γοργό ρυθμό.
Ο λόγος είναι ότι όλο και πιο συχνά ανακαλύπτονται κοιτάσματα σε μεγάλα θαλάσσια βάθη ευρισκόμενα σε μεγάλη απόσταση από την πλησιέστερη ξηρά. Κατά συνέπεια, oι συμβατικές λύσεις εκμετάλλευσης αυτών των κοιτασμάτων –σε περιοχές που δεν υπάρχουν αντίστοιχες υποδομές αγωγών Φυσικού Αερίου – εμφανίζουν συγκριτικά ένα πολύ υψηλό κόστος. Αντίθετα το ύψος της επένδυσης για τις πλωτές θαλάσσιες εγκαταστάσεις εκφόρτωσης έχει επίσης μειωθεί σημαντικά, ενώ αποφεύγονται πολλά από τα ζητήματα που σχετίζονται με περιβαλλοντολογικές επιπτώσεις επιλογής θέσεων χερσαίων εγκαταστάσεων υγροποίησης. Δύο απλά παραδείγματα είναι το θέμα της θέασης, αλλά και της οσμής, τα οποία είναι πολύ σημαντικά, όταν βρισκόμαστε σε τουριστική περιοχή. Η λύση όμως της επί τόπου πλωτής εκμετάλλευσης και υγροποίησης εμφανίζει στην πράξη σημαντικές τεχνικές και εμπορικές προκλήσεις που σχετίζονται με την λειτουργία αυτών των πλωτών συστημάτων υγροποίησης, οι οποίες στο μέλλον αναμένεται να βελτιωθούν δραστικά μειώνοντας δραστικά το ισχύον λειτουργικό κόστος.
Δύο είναι οι κύριοι τύποι πλωτών εγκαταστάσεων υγροποίησης υποθαλάσσιων κοιτασμάτων Φ/Α: ο τύπος μικρής κλίμακας για κοιτάσματα ανακτήσιμων αποθεμάτων 0,5-3 Τρις κυβικών ποδών και μεγάλης κλίμακας με ανακτήσιμα αποθέματα >3 Τρις κυβικά πόδια. Σε αντίθεση με την Κύπρο το μέγεθος των πιθανών κοιτασμάτων Νότια της Κρήτης δεν αναμένεται να ξεπερνά τα 3 Τρις κυβικά πόδια. Το κόστος κεφαλαίου μιας μικρής κλίμακας πλωτής εγκατάστασης κυμαίνεται σήμερα, μεταξύ $600 με $1200 ανά ετήσιο παραγόμενο τόνο υγροποιημένου αερίου. Το κόστος αυτό είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικό, συγκριτικά με άλλες μορφές συμβατικών λύσεων ανάπτυξης κοιτασμάτων και πρέπει να προβληθεί σοβαρά, πριν γίνουν οι στρατηγικές επιλογές της Ελλάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου