Εις την πόλιν των Αθηνών, παρά τους παλαιούς στρατώνες και την πλατείαν Μοναστηρακίου υπήρχε ιδιωτικό παρεκκλήσιο, έπ' ονόματι τού Προφήτου Ελισαίου εις την οδόν Άρεως 14. Αργότερο κατηδαφίσθη.
Eις το εκκλησάκι αυτό ελειτούργει ο απλούς τον τρόπο σεβάσμιος ιερέας Νικόλαος Πλανάς, εκ της νήσου Νάξου καταγόμενος….
Eις το εκκλησάκι αυτό ελειτούργει ο απλούς τον τρόπο σεβάσμιος ιερέας Νικόλαος Πλανάς, εκ της νήσου Νάξου καταγόμενος….
Exειροτονήθη Διάκονος το 1884, άγων το 33ο έτος της ηλικίας του, οπότε η πόλις των Αθηνών, κατά μαρτυρία τού ιδίου, έφθανεν από την Ακρόπολη ως την Παναγία Βλασαρού (παρά τον Άγιο Φίλιππο Μοναστηρακίου). Και αι ενορίαι απηρτίζοντο από ελαχίστες οικογενείας (13 οικογενείας η τού Αγ. Παντελεήμονος και 8 οικογενείας η τού Αγ. Ιωάννου). Ορφανός πατρός από της ηλικίας των 14 ετών, ήλθε εις Αθήνας μετά της μητρός του και της μόνης αδελφής του. Την προσωπική του περιουσία την μοίρασε και διέμεινε πτωχός.
Κατ' επιθυμία της μητρός του, δεκαεπταετής ενυμφεύθηκε την Ελένη το γένος Προβελεγγίου, εκ Κυθήρων. Και απέκτησε υιόν εξ αυτής, τον Ιωάννην· άλλ' η σύζυγος απέθανε κατά τον τοκετό. Ο ίδιος αφιέρωσε έκτοτε, νεαρώτατος, τον εαυτόν του εις τον Θεόν και την Εκκλησία. Και γενόμενος ιερέας ηρκείτο συνήθως εις τεμάχιο άρτου και ολίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε μόνος του, ενίοτε δε και εις ολίγον γάλα που τού προσέφεραν ποιμένες της περιοχής, ερημικής τότε, και σήμερο πολυανθρωποτάτης και αστικής, εν μέσαις Αθήναις. Και τα ελάχιστα διδόμενα εις αυτόν χρήματα ή άλλο τι διέθετεν εις αγαθοεργίας. Ό,τι τού εδίδετο το έδιδε ευθύς, εις ορφανά, εις σπουδαστές, εις πτωχές οικογενείας, δια τον επιούσιο και τας ανάγκας που ανεκάλυπτε και εκάλυπτεν αθορύβως, αφανά και με πάσαν εχεμύθεια.
Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός διέτριβεν εις τον Ναόν, κατά το ψαλμικό ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων· επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς τού Κυρίου (Ψαλ. 831).Ήρχιζε την ιερά Ακολουθία το πρωί και ετελίωνε τας μεταμεσημβρινάς και πολλάκις τας απογευματινάς ώρας! Κατά δε την ιερά Προσκομιδήν των Τιμίων Δώρων εμνημόνευεν σωρίαν ονομάτων. Αναφέρονται μαρτυρίαι παιδιών ότι τον έβλεπο μετάρσιο, μη πατούντα επί της γης εν ώρα θ. Λειτουργίας!
Ονομαστές και αλησμόνηται είναι αι αγρυπνίαι, τας οποίας ετελούσε εις τον ναόν τού Αγ. Ελισαίου. Ιερατικά συνέπραττε με αυτού ο ιερεύς της ενορίας μου (αγ. Νικολάου Πευκακίων Αθηνών), π. Αντώνιος Νικηφόρος, εκ Θουρίας Καλαμών (1937). Κατ' επανάληψη δε τον ηκολούθησα, κατά τα μαθητικά μου χρόνια και μού εδόθη η ευκαιρία η ευλογία μάλλον να ιδώ ιερουργούντα τον μακαριστόν π. Νικόλαο Πλανάν.
Ήτο πολύ μικρός το δέμας. Και κυρτός πλέον σωματικά εκ της ηλικίας. Θα αναφέρω όμως όποιο σεβασμό και ευλάβεια ενέπνεε το πρόσωπόν του και η παρουσία του. Εις μία αγρυπνία μετέβημεν μαζί με την μητέρα μου. Αναγνώστης εγώ το μεσονύκτιο, ανεγίνωσκον την ακολουθία της Θείας Μεταλήψης, οπότε εσημειώθηκε μικρά κίνηση τού εκκλησιάσματος διανοίγοντος δίοδον και υποκλινομένου ευλαβώς. Η μητέρα μου ενόμισε δτι εισήρχετο Αρχιερέας, ινα ιερουργήση και επί τη εισόδω του ο λαός έκυπτε την κεφαλή, δια να λάβη την ευλογία του. Άντ' αυτού όμως βλέπει μικρόσωμο ιερέα εισερχόμενο υπό την τόσον έκδηλο ευλάβεια των υποδεχομένων αυτόν χριστιανών. Ήτο ο π. Νικόλαος Πλανάς. Το κεντρικό πρόσωπο της ιερουργίας. Με ταπεινή όψη και φωνή. Και με πανθομολογουμένη αγιότητα, ενώπιο της οποίας υπεκλίνοντο ευλαβώς οι γινώσκοντες αυτόν. Ηξιώθημεν να αγιασθούμε δια της ευλογούσης χειρός του· και να κοινωνήσουμε της χάριτος δια της ύπ' αυτού τελεσιουργηθείσης θείας Ευχαριστίας.
Παλαιότερο εις τας παννυχίδας αυτάς επλαισιώνετο από τούς γνωστούς διηγηματογράφους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντην και Αλέξανδρο Μωραϊτίδην, άδοντας και ψάλλοντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω, εις την εκκλησία τού Προφήτου Ελισαίου.[...]
Όταν έφθασε εις ώριμο γήρας (ογδοηκοντούτης), εκάμφθη υπό το βάρος των κοπώσεων. Λόγω εξαντλήσεως των σωματικών του δυνάμεων, εκοιμήθη εν Κυρίω την 2α Μαρτίου 1932, επέτειο της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του.Το σεπτό σκήνωμα του, ετέθη εις προσκύνημα επί τριήμερο, χωρίς να προηγηθή ουδεμία ταρίχευση αυτού ουδέ να υποστή αλλοίωσίν τινά.
Κατ' επιθυμία της μητρός του, δεκαεπταετής ενυμφεύθηκε την Ελένη το γένος Προβελεγγίου, εκ Κυθήρων. Και απέκτησε υιόν εξ αυτής, τον Ιωάννην· άλλ' η σύζυγος απέθανε κατά τον τοκετό. Ο ίδιος αφιέρωσε έκτοτε, νεαρώτατος, τον εαυτόν του εις τον Θεόν και την Εκκλησία. Και γενόμενος ιερέας ηρκείτο συνήθως εις τεμάχιο άρτου και ολίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε μόνος του, ενίοτε δε και εις ολίγον γάλα που τού προσέφεραν ποιμένες της περιοχής, ερημικής τότε, και σήμερο πολυανθρωποτάτης και αστικής, εν μέσαις Αθήναις. Και τα ελάχιστα διδόμενα εις αυτόν χρήματα ή άλλο τι διέθετεν εις αγαθοεργίας. Ό,τι τού εδίδετο το έδιδε ευθύς, εις ορφανά, εις σπουδαστές, εις πτωχές οικογενείας, δια τον επιούσιο και τας ανάγκας που ανεκάλυπτε και εκάλυπτεν αθορύβως, αφανά και με πάσαν εχεμύθεια.
Από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός διέτριβεν εις τον Ναόν, κατά το ψαλμικό ως αγαπητά τα σκηνώματά σου, Κύριε των δυνάμεων· επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς τού Κυρίου (Ψαλ. 831).Ήρχιζε την ιερά Ακολουθία το πρωί και ετελίωνε τας μεταμεσημβρινάς και πολλάκις τας απογευματινάς ώρας! Κατά δε την ιερά Προσκομιδήν των Τιμίων Δώρων εμνημόνευεν σωρίαν ονομάτων. Αναφέρονται μαρτυρίαι παιδιών ότι τον έβλεπο μετάρσιο, μη πατούντα επί της γης εν ώρα θ. Λειτουργίας!
Ονομαστές και αλησμόνηται είναι αι αγρυπνίαι, τας οποίας ετελούσε εις τον ναόν τού Αγ. Ελισαίου. Ιερατικά συνέπραττε με αυτού ο ιερεύς της ενορίας μου (αγ. Νικολάου Πευκακίων Αθηνών), π. Αντώνιος Νικηφόρος, εκ Θουρίας Καλαμών (1937). Κατ' επανάληψη δε τον ηκολούθησα, κατά τα μαθητικά μου χρόνια και μού εδόθη η ευκαιρία η ευλογία μάλλον να ιδώ ιερουργούντα τον μακαριστόν π. Νικόλαο Πλανάν.
Ήτο πολύ μικρός το δέμας. Και κυρτός πλέον σωματικά εκ της ηλικίας. Θα αναφέρω όμως όποιο σεβασμό και ευλάβεια ενέπνεε το πρόσωπόν του και η παρουσία του. Εις μία αγρυπνία μετέβημεν μαζί με την μητέρα μου. Αναγνώστης εγώ το μεσονύκτιο, ανεγίνωσκον την ακολουθία της Θείας Μεταλήψης, οπότε εσημειώθηκε μικρά κίνηση τού εκκλησιάσματος διανοίγοντος δίοδον και υποκλινομένου ευλαβώς. Η μητέρα μου ενόμισε δτι εισήρχετο Αρχιερέας, ινα ιερουργήση και επί τη εισόδω του ο λαός έκυπτε την κεφαλή, δια να λάβη την ευλογία του. Άντ' αυτού όμως βλέπει μικρόσωμο ιερέα εισερχόμενο υπό την τόσον έκδηλο ευλάβεια των υποδεχομένων αυτόν χριστιανών. Ήτο ο π. Νικόλαος Πλανάς. Το κεντρικό πρόσωπο της ιερουργίας. Με ταπεινή όψη και φωνή. Και με πανθομολογουμένη αγιότητα, ενώπιο της οποίας υπεκλίνοντο ευλαβώς οι γινώσκοντες αυτόν. Ηξιώθημεν να αγιασθούμε δια της ευλογούσης χειρός του· και να κοινωνήσουμε της χάριτος δια της ύπ' αυτού τελεσιουργηθείσης θείας Ευχαριστίας.
Παλαιότερο εις τας παννυχίδας αυτάς επλαισιώνετο από τούς γνωστούς διηγηματογράφους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντην και Αλέξανδρο Μωραϊτίδην, άδοντας και ψάλλοντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω, εις την εκκλησία τού Προφήτου Ελισαίου.[...]
Όταν έφθασε εις ώριμο γήρας (ογδοηκοντούτης), εκάμφθη υπό το βάρος των κοπώσεων. Λόγω εξαντλήσεως των σωματικών του δυνάμεων, εκοιμήθη εν Κυρίω την 2α Μαρτίου 1932, επέτειο της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του.Το σεπτό σκήνωμα του, ετέθη εις προσκύνημα επί τριήμερο, χωρίς να προηγηθή ουδεμία ταρίχευση αυτού ουδέ να υποστή αλλοίωσίν τινά.
ΠΗΓΗ: Το κείμενο που αποτέλεσε εισήγηση προς τη διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος γύρω από της αναγνωρίσεως της αγιότητας τού οσίου Νικολάου τού Πλανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου