Του Τζελάλ Μπασλανγκίτς
Κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ φιλίας που οργάνωσε το σωματείο ΔΑΦΝΗ μεταξύ Ίμβρου (στην Τουρκία) και Σαμοθράκης (στην Ελλάδα), μέσω των τελωνιακών γραφείων που λειτούργησαν έκτακτα για την ημέρα
εκείνη και μόνο, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά σύνδεση των δύο αναφερομένων νησιών με λεωφορείο θαλάσσης. Δυστυχώς όμως το προσωρινό τελωνείο που στήθηκε στην Ίμβρο μετατράπηκε σε ανυπέρβλητο εμπόδιο. Δεν επιτράπηκε σε ορισμένους έλληνες δημοσιογράφους και στους πανελίστες να επιβιβαστούν στο πλοίο. Ο πρέσβης ε.τ. Γιαλίμ Εράλπ, πρόεδρος του σωματείου Δάφνη, διαμαρτυρόμενος για την κατάσταση, δήλωσε παραίτηση.Ο δημοσιογράφος Τζελάλ Μπασλανγκίτς (Celal Başlangıc) γράφει:
Η θέση ‘Ουγουρλού’ όπου είχε στηθεί το τελωνείο στο νησί που παλαιότερα είχε το ιστορικό όνομα «Ίμβρος» και που τώρα μετονομάστηκε σε «Γκιοκτσέαντα», για πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοιο πλήθος. Παρά το ότι, τόσο οι εργασίες για την προβλήτα όσο και το κτίριο είχαν ολοκληρωθεί και ήταν έτοιμα εδώ και πέντε χρόνια και η στελέχωση είχε κανονιστεί, ‘για άγνωστους λόγους’ δεν είχε ξεκινήσει η λειτουργία του τελωνείου, και τώρα για πρώτη φορά ένα σκάφος από τα λεγόμενα ‘λεωφορεία θαλάσσης’ θα μετέφερε ταξιδιώτες στην Ελλάδα. Ο λόγος πραγματοποίησης αυτού του ταξιδιού ήταν το ότι το σωματείο ΔΑΦΝΗ το οποίο εδώ και 11 έντεκα χρόνια διοργανώνει φεστιβάλ μεταξύ δύο πόλεων, μία της Τουρκίας και μία της Ελλάδας, φέτος για το 12ο φεστιβάλ του είχε επιλέξει την Ίμβρο και την Σαμοθράκη. Το πρόγραμμα θα ξεκινούσε με την μετάβαση στις 13 Σεπτέμβρη στην Σαμοθράκη και θα ολοκληρωνόταν στις 15 με την επιστροφή στην Ίμβρο. Κάποιος κύριος, ο οποίος δεν είχε σχέση με τον δήμο Γκιοκτσέαντα που συνέβαλε στο φεστιβάλ, ούτε με την αστυνομία, ούτε με το πλήρωμα του πλοίου, ούτε με το προσωπικό του τελωνείου, διάβαζε ονόματα από τον κατάλογο που κρατούσε και όποιος άκουγε το όνομά του ανέβαινε στο πλοίο και έμπαινε στη σειρά μπροστά στο τραπέζι που είχαν στήσει οι δύο αστυνομικοί του λιμενικού. Στο ξεκίνημα του «μιλένιουμ», ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, επιστήμονες, διπλωμάτες, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες κι από τις δυο πλευρές είχαν ιδρύσει δύο αδελφά, συνεργαζόμενα σωματεία, με την επωνυμία Defne στην Τουρκία και Δάφνη στην Ελλάδα. Σύμφωνα με κοινή απόφαση των σωματείων αυτών εδώ και 11 χρόνια, πραγματοποιούνται στις δύο ακτές του Αιγαίου εκθέσεις, κέντρα εκμάθησης της γλώσσας του άλλου, μεταφράσεις βιβλίων, συνέδρια κ.α. Το φεστιβάλ ήταν μία από αυτές τις διοργανώσεις. Με πρωτοβουλία του δήμου Γκιοκτσέαντα, είχε αποφασιστεί εκτός από τα μέλη της «Δάφνης» που είχαν αναλάβει καθήκοντα στο φεστιβάλ, τους πανελίστες, τους χορευτές, τους δημοσιογράφους κλπ., να ταξιδέψουν στη Σαμοθράκη και 160 άτομα από τους ντόπιους κατοίκους. Αυτοί, λοιπόν, τα ονόματα των οποίων εκφωνούνταν και ανέβαιναν στο πλοίο ήταν ρωμιοί και τούρκοι κάτοικοι του νησιού. Είχαν μαζευτεί από τις 8.30 το πρωί στην γυμνή αποβάθρα και περίμεναν ώρες το πλοίο το οποίο θα απέπλεε στις 11.00. Μερικοί δεν άντεξαν και λιποθύμησαν.
Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε, όταν λίγο πριν την ώρα αναχώρησης έφθασαν στο κινητό τελωνείο οι συμμετέχοντες στο φεστιβάλ. Η ουρά δεν φαινόταν να φθάνει στο τέλος της. Ο κύριος που φώναζε ένα-ένα τα ονόματα όσων θα επιβιβαζόταν επέμενε πεισματικά λέγοντας σ’ αυτούς που είχαν έρθει από την Πόλη «περάστε στη σκιά, εσάς θα σας πάρω τελευταίους». Σκιά όμως εκεί γύρω υπήρχε μόνο σε ένα μικρό σημείο στην άκρη της αποβάθρας, όπου ένας φάρος. Η κάπως ειρωνική αυτή φράση ‘περάστε στη σκιά’ η οποία μάλιστα δεν ελέχθη με ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο, όπως αποδείχθηκε αργότερα ήταν ο αγγελιοφόρος των δεινών που έμελλε να ακολουθήσουν.
Το πρώτο βήμα του φεστιβάλ που θα ξεκινούσε την Παρασκευή 13 Σεπτέμβρη, ήταν η μεταφορά των συμμετεχόντων από την Τουρκία, στη Σαμοθράκη, με πλωτό λεωφορείο που θα εξασφάλιζε ο δήμος Γκιοκτσέαντα. Εκεί θα συναντούσαν τους συμμετέχοντες από την ελληνική πλευρά, πανελίστες, μέλη της «Δάφνης», καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι κλπ., οι οποίοι έφθασαν εκεί από Αθήνα, Θεσσαλονίκη και αλλού. Τους περίμεναν επίσης, ο δήμαρχος Σαμοθράκης και η βοηθός νομάρχη της περιοχής. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, αναχώρηση στις 11.00 από την Ίμβρο, προσέγγιση στη Σαμοθράκη στις 12.00, πραγματοποίηση του εκεί προγράμματος μέχρι τις 18.00, επιστροφή στην Ίμβρο, μαζί με τους συμμετέχοντες από την Ελλάδα στις 21.00, όπου και η έναρξη της συνέχειας του προγράμματος στο τουρκικό έδαφος.
Αμ δε...
Από τη μία ο κατάλογος των επιβατών που δεν ήταν καν αλφαβητικός, η σφράγιση από ένα και μόνο άτομο των διαβατηρίων, το ατέλειωτο μέτρημα και το ξαναμέτρημα των επιβατών που ποτέ δεν έβγαινε σωστό, από την άλλη η άρνηση να επιτραπεί σε όσους είχαν φθάσει από την Πόλη να επιβιβασθούν επειδή, λεει, το όνομά τους δεν υπήρχε στον κατάλογο, αποτέλεσαν την αιτία να αναβάλλεται και να ξανα-αναβάλλεται η ώρα της απόπλου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα συμβολικό ταξίδι που θα πραγματοποιούταν για πρώτη φορά. Σκοπός ήταν να τραβηχτεί η προσοχή και να ξεκινήσει έστω και από την επόμενη τουριστική περίοδο, η γραμμή Ίμβρου – Σαμοθράκης, η οποία παρά τα συνεχή αιτήματα και το γεγονός ότι οι εργασίες για την προβλήτα και το κτίριο είχαν ολοκληρωθεί και η στελέχωσή είχε κανονιστεί, εδώ και πέντε χρόνια δεν έλεγε να ξεκινήσει. Και το πλοίο όμως δεν έλεγε να ξεκινήσει! Ένας από τους λόγους της αργοπορίας ήταν για παράδειγμα, το ότι στον κατάλογο που ανακοινώθηκε από το λιμεναρχείο δεν υπήρχαν τα ονόματα σημαντικών συμμετεχόντων, του καθηγητή Μεχμέτ Αλτάν, του καλλιτέχνη φωτογράφου Ιζέτ Κεριμπάρ και άλλων τεσσάρων ατόμων. Για να διορθωθεί το λάθος αυτό έπρεπε από το λιμεναρχείο που βρίσκονταν σε απόσταση 20 χλμ. να παρθεί νέα λίστα με ‘υγρή υπογραφή’. Και το πρωί δεν είχε επιτραπεί σε τρεις ρωμιούς ίμβριους να επιβιβαστούν επειδή το όνομά τους δεν συμπεριλαμβάνονταν στον κατάλογο. Κατόπιν τούτου ετοιμάστηκε και νέος κατάλογος επτά ατόμων και στάλθηκε στο Λειμεναρχείο. Ενώ αναμένονταν ο ερχομός του καταλόγου όμως δεν βρέθηκαν οι τρεις ρωμιοί ίμβριοι. Τούτη τη φορά στον κατάλογο υπήρχαν τρία περισσότερα ονόματα! Θα έπρεπε τάχα να συνταχθεί νέος κατάλογος ή να λυθεί το πρόβλημα με την σύνταξη ενός πρακτικού; Άλλη μισή ώρα απασχόλησε αυτό το πρόβλημα. Τελικά το πλοίο ξεκίνησε με καθυστέρηση 2.5 ωρών!
.................
Κάτω από ένα λαμπρό σεπτεμβριάτικο ήλιο, στα γαλανά νερά της Μεσογείου που έχουν δώσει το χρώμα τους και στις φανέλες της ιταλικής εθνικής ομάδας, ξεκίνησε το ταξίδι που κράτησε όλο κι όλο 70 λεπτά. «Πόσο κοντά είναι τελικά» είπαν όλοι, μια και η Ίμβρος απέχει 12 ναυτικά μίλια από το Τσανάκαλε, στο νομό του οποίου ανήκει. Όσο για τη Σαμοθράκη, απέχει 19 ν.μ. από τον δικό της νομό, την Αλεξανδρούπολη. Η απόσταση μεταξύ των δύο αυτών νησιών είναι μόλις 9 ν.μ., απόσταση όμως που δεν κατέστη δυνατόν να διανυθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Απόσταση που θα μπορούσε κάποιος να τη διανύσει ακόμα και κολυμπώντας, ήταν το αδιάβατο τείχος...
Ίσως γι’ αυτό κάποια ηλικιωμένη ίμβρια κυρία, μόλις πάτησε το πόδι της στη Σαμοθράκη, «Δόξα τω Θεώ» αναφώνησε, «απέναντί της πέρασαν τα χρόνια μου, αγναντεύοντας τα βράχια και τα βουνά της πέρασα τα νιάτα μου. Ποιος ξέρει πόσοι νησιώτες, φίλοι και συγγενείς, που έφυγαν από το δικό μας νησί να ζουν εκεί απέναντι, σκεφτόμουνα συνεχώς! Και τώρα βρίσκομαι εδώ. Πόσο εύκολο ήταν τελικά!».
Και το τελωνείο στη Σαμοθράκη είχε λειτουργήσει εκτάκτως, ειδικά για τούτο το ταξίδι. Μέχρι πρότινος είχε κανονικό τελωνείο εδώ, το οποίο όμως, λόγω της κρίσης έκλεισε προ διετίας. Το καλό να λέγεται: Στους προσκεκλημένους που έφθασαν για το φεστιβάλ, η ελληνική πλευρά έκανε κάθε διευκόλυνση. Μάζεψαν σ’ ένα ξύλινο κουτί τα διαβατήρια όσων αποβιβάζονταν και στην επιστροφή τα επέστρεψαν μέσα σ’ ένα κουτί από χαρτόνι, σφραγισμένα για είσοδο και έξοδο. Όμως από δικής μας πλευράς το θέμα ήταν και πάλι πρόβλημα δισεπίλυτο! Το «φάντασμα» συνέχιζε να τριγυρνάει από πάνω μας, έφθασε μαζί μας μέχρι τη Σαμοθράκη, και τώρα, πάλι μαζί μας, επέστρεφε. Οι σαμοθρακιώτες προαπάντησαν θερμά αυτούς που έφθασαν από την Ίμβρο. Ήταν σαν να έλεγαν «που ήσασταν τόσο καιρό, σας πεθυμήσαμε!». Η νησιώτικη μουσική, τα χορευτικά τους συγκροτήματα, το φύτεμα εκ μέρους του δημάρχου της Σαμοθράκης Γιώργου Χάνου, του φιντανιού ελιάς που έφθασε από την Ίμβρο και εκμέρους τού δήμαρχου της Ίμβρου Γιουτζέλ Αταλάι, φιντανιού κληματαριάς της Σαμοθράκης, η ευχή της Βοηθού Νομάρχου Γιωργούλας Νικολάου, η ειρήνη και η φιλία των δύο πλευρών να μετουσιωθεί επιτέλους σε κερδοφόρα συνεργασία, ήταν τα αξιόλογα σημεία του πρώτου μέρους του φεστιβάλ στη Σαμοθράκη.Με τα ψάρια και τα χταπόδια της, τα καλαμάρια και το κατσικίσιο της τυρί, τους γευστικούς μεζέδες, τα σπιτίσια κρασιά της, η Σαμοθράκη έδειξε ότι είναι μια γωνιά που πρέπει να έλθουν όλοι οι καλοφαγάδες να προσκυνήσουν. Το νησί τραβά τον άνθρωπο με τις αμμουδιές του, τα βουνά του που σκαρφαλώνουν στον ουρανό κι έδωσαν το τουρκικό όνομα του νησιού, Σεμά-ντιρεκ, στύλος δηλαδή που φθάνει τα ουράνια, τις λίμνες κρατήρα, τους καταρράκτες του. Ο αντιπρόεδρος του σωματείου μας Φεχμί Χασάνογλου ήταν εκείνος που έκανε την πλέον κατανοητή ίσως για μας παρομοίωση: Μοιάζει τη δική μας Ντάντσα, όπως αυτή ήταν προ τριακονταετίας! Είχαμε φθάσει αργά και δεν είχαμε προλάβει να χορτάσουμε τις ομορφιές του τόπου. Όμως υπήρχε ένα πρόγραμμα που μας περίμενε στην Ίμβρο. Έπρεπε να προλάβουμε το εναρκτήριο γεύμα, στην τουρκική πλευρά. Γι’ αυτό το λόγο έπρεπε να συντομεύσουμε κάποιες εκδηλώσεις και να επιστρέψουμε, παίρνοντας μαζί μας και τους συμμετέχοντες στο φεστιβάλ από την ελληνικά πλευρά που είχαν φθάσει στη Σαμοθράκη από την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη. Λογαριάζαμε όμως δίχως τον ξενοδόχο...
Στις 18.00 ακριβώς συγκεντρωθήκαμε στην αποβάθρα όπου μας περίμενε το πλοίο GESTAŞ το οποίο και μας είχε φέρει. Ο έλληνας αστυνομικός μας παρέδωσε τα διαβατήρια μέσα σ’ ένα χαρτονένιο κουτί και μας είπε «περάστε». Επιβιβαστήκαμε στο πλοίο. Τα 200 διαβατήρια μοιράστηκαν στους κατόχους τους ένα ένα. Αμέσως άρχισε το ατέλειωτο μέτρημα από τους αρμόδιους του πλοίου. Μια τα εύρισκαν περισσότερα και μια λιγότερα. Με τρόπο που δεν ήταν καθόλου ευγενικός, μας έδιναν εντολές με ύφος στριμμένου δασκάλου που προσπαθεί να βάλει στη σειρά παιδιά του δημοτικού. Τελικά δεν κατόρθωσαν να μας μετρήσουν. Η τελευταία λύση ήταν να μας βγάλουν όλους από το πλοίο και να μας ξαναπάρουν μέσα έναν έναν!
Το έθνος μας αρέσκεται στην έκφραση ‘τους ρίξαμε στη θάλασσα’ μόνο που στην περίπτωσή μας, οι 200 και πλέον επιβάτες ‘ρίχτηκαν στην ελληνική ξηρά’. Από τον μη αλφαβητικό κατάλογο που είχαν στα χέρια τους, διάβασαν και πάλι, ένα ένα, τα ονόματα και μας πήρανε ξανά στο πλοίο. Δεν χρειάζεται να περιγράψει κανείς το πόσο στενάχωρο και εκνευριστικό είναι να υποστεί κάποιος αυτή τη διαδικασία. Ξέροντας μάλιστα πως την ίδια ταλαιπωρία θα υποστεί και πάλι σε λίγο, όταν θα αποβιβάζεται στην Ίμβρο! Στους επιβάτες στους οποίους επιτράπηκε να επιβιβαστούν στο πλοίο ένας ένας μετά από εξονυχιστικό έλεγχο του διαβατηρίου τους, δεν επιτράπηκε να αποβιβαστούν στην Ίμβρο, παρά μόνο διαβάζοντας και πάλι ένα ένα τα ονόματά τους και ελέγχοντας τα διαβατήριά τους. Αυτό δεν μπορούσε παρά να μας θυμίσει τα όσα διαδραματίστηκαν παλαιότερα στο ‘καταραμένο’ πλοίο “Struma”. Έτσι και ο Πρόεδρος του Σωματείου “Defne” πρέσβης ε.τ. Γιαλίμ Εράλπ, ανακοινώνοντας την παραίτησή του, έκανε ένα παρόμοιο χαρακτηρισμό: «Ήμασταν σαν κι αυτούς που πήγαιναν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Auswitch για να τους κλείσουν στο θάλαμο αερίων». Όταν κατόπιν ονομαστικής κλίσης επιβιβάστηκαν στο πλοίο τόσο εκείνοι που είχαν έλθει από την Ίμβρο, όσο κι εκείνοι που έφθασαν στη Σαμοθράκη για συμμετοχή στο φεστιβάλ, διαπιστώθηκε ότι έμεναν κάποιοι έξω. Μεταξύ αυτών υπήρχαν συμμετέχοντες από την Ελλάδα, πανελίστες και δημοσιογράφοι. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε το ότι μεταξύ αυτών ήταν και η Γενική Γραμματεύς του σωματείου και διοργανώτρια του φεστιβάλ Νιλουφέρ Ταρίκιαχγια. Κι αυτό παρότι τα ονόματα όλων αυτών είχαν δηλωθεί τόσο στο δήμο Γκιοκτσέαντα, όσο και στο δήμο Σαμοθράκης. Όμως τα ονόματά τους δεν υπήρχαν στον κατάλογο του Λιμεναρχείου. Κανονικά δεν πρέπει να υπήρχε πρόβλημα διότι εάν δεν είχαν δηλωθεί από τους δήμους Γκιοκτσέαντα και Σαμοθράκης και οι δύο δήμαρχοι βρίσκονταν μαζί μας στο πλοίο. Φαίνεται όμως ότι ο σκοπός δεν ήταν «να φάμε το σταφύλι, αλλά να δείρουμε το φύλακα». Με σχεδόν τρίωρη καθυστέρηση ξεκίνησε το πλοίο από την Σαμοθράκη. Η απόσταση της επιστροφής διανύθηκε και πάλι σε μια ώρα και δέκα λεπτά και ξεκίνησε από την αρχή το μέτρημα που είχε πραγματοποιηθεί κατά την επιβίβαση. Όποιος άκουγε το όνομά του, με χαρά του φαντάρου που έπαιρνε το γράμμα που του εστάλη, πηδούσε στη στεριά. Κι εδώ όμως, οι συμμετέχοντες στο φεστιβάλ, όπως ακριβώς και κατά την επιβίβασή τους, αφέθηκαν τελευταίοι μαζί με τους Έλληνες προσκεκλημένους, που είχαν προστεθεί από τη Σαμοθράκη. Εκείνοι δηλαδή που θα πήγαιναν κατ’ ευθείαν σπίτι τους αποβιβάστηκαν πρώτοι, ενώ όσοι βιάζονταν να προλάβουν το πρόγραμμα αφέθηκαν τελευταίοι. Όλοι φαινόταν να έχουν ξεχάσει το γεγονός ότι το ταξίδι αυτό είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του 12ου φεστιβάλ Δάφνης και το φεστιβάλ είχε στόχο την ελληνοτουρκική φιλία. Ή μάλλον δεν είχε καθόλου ξεχαστεί, κι όλα αυτά γινόταν για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Ο τελευταίος επιβάτης αποβιβάστηκε μετά από δύο ακριβώς ώρες. Ο κύριος που αποφάσιζε για όλα αυτά που συνέβαιναν και που πολλές φορές διέκοπτε την εργασία του για να επέμβει στους καμεραμάν των τηλεοράσεων που ήθελαν να πραγματοποιήσουνε λήψεις, όταν ρωτήθηκε γιατί επιμένει σε όλα αυτά, απάντησε «διότι έτσι θέλει η αστυνομία» δηλώνοντας έμμεσα ότι ο ίδιος δεν ανήκει στο αστυνομικό σώμα. Ούτε όμως ανήκε στο Δήμο ή στο προσωπικό του πλοίου. Πόθεν λοιπόν αντλούσε το δικαίωμα να αποφασίζει και να διατάζει; Όταν τέθηκε το ερώτημα για το ποιός επιτέλους είναι, η απάντηση ήταν «από την Ασφάλεια». Επειδή όμως δεν ανήκε στην επίσημη ‘Ασφάλεια’ εκείνο που κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα δίχως όμως να είναι βέβαιο, ήταν ότι μάλλον θα ανήκε σε κάποια... ‘εθνική ασφάλεια’.
Όταν οι συμμετέχοντες στο φεστιβάλ πάτησαν στη στεριά είχαν φθάσει σχεδόν τα μεσάνυχτα και όσοι δεν είχαν έρθει στη Σαμοθράκη περίμεναν από τις 20:00 στο μαγαζί του Μπαρμπα – Γιώργου, στ’ Αγρίδια, για την προετοιμασία του φαγητού. Εκνευρισμένοι, οργισμένοι και απογοητευμένοι φθάσαμε στη συνάντηση. Το ρολόι έδειχνε μεσάνυχτα. Ο πρόεδρος του σωματείου Γιαλίμ Εράλπ, ο οποίος και θα έκανε την εναρκτήρια ομιλία, αναφέρθηκε στο «φάντασμα που κυκλοφορούσε» λέγοντας «εμείς σε γνωρίζουμε»: «Έχει πέσει σκιά στο φεστιβάλ. Εάν δεν καταρρίψουμε αυτήν την νοοτροπία δεν πρόκειται να ανταμώσουμε. Ίσως το λάθος μας πηγάζει από το ότι δεν λογαριάσαμε την ύπαρξη μιας τέτοιας νοοτροπίας. Στην περιοχή αυτή δεν υπάρχει η συνήθεια ανάληψης της ευθύνης. Εγώ όμως αναλαμβάνω την ευθύνη και παραιτούμαι από την προεδρεία του σωματείου ‘Δάφνη’».
Η νύχτα τέλειωσε μ’ αυτό τον τρόπο, όμως για πείσμα προς το ‘φάντασμα’ που κυκλοφορούσε από πάνω μας, θα ξημέρωνε μια νέα μέρα, για την ειρήνη, για τη φιλία... Κι έτσι έγινε!
.................
Τη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, ξεκινήσαμε δουλειά προσπαθώντας να ξεχάσουμε τα όσα είχαν συμβεί. Η πρώτη μας στάση ήταν το Σχινούδι. Το μεγαλύτερο κάποτε χωριό της Τουρκίας, ίσως και των Βαλκανίων. Το Σχινούδι είναι το πιο θλιμμένο από τα χωριά που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οι Ρωμιοί στην Ίμβρο. Σε κάθε χωριό υπήρχε ένα πλυσταριό που έδειχνε το πόσο μπροστά ήταν η κοινωνική ζωή, μέσα από το οποίο περνούσε γάργαρο τρεχούμενο νερό. Το μεγαλύτερο από αυτά βρίσκονταν εδώ. Στην είσοδο του χωριού, στα μισογκρεμισμένα ντουβάρια των παρατημένων σπιτιών, κρεμασμένες οι φωτογραφίες της έκθεσης του Ιζέτ Κεριμπάρ. Φωτογραφίες από τις δεκαετίες του ’40 του ’60, όταν τα χωριά αυτά ήταν ακόμη ολοζώντανα, όταν τα σχολεία γέμιζαν οι φωνές και τα γέλια των παιδιών, αναμνήσεις από την εποχή που τελούνταν γάμοι με φωνές ευτυχισμένες. Οι φωτογραφίες αυτές αποτελούσαν μια τραγική αντίθεση με τη θλίψη, την εγκατάλειψη και τα ερείπια που κυριαρχούσαν γύρω μας. Εκεί που κάποτε οι γυναίκες του νησιού έστηναν με τραγούδια τη μπουγάδα τους, τώρα κυριαρχούσε η σιωπή. Οι συμμετέχοντες στο φεστιβάλ, κρεμούσαν σιωπηλά τα λευκά μαντίλια, με ξύλινα μανταλάκια που είχαν φέρει μαζί τους. Αυτό ήταν ουσιαστικά ένα κάλεσμα κάθαρσης, για εξαγνισμό και λύτρωση. Για όσους φυσικά είναι σε θέση να καταλάβουν...
Στον Κέφαλο, στην εκδήλωση ‘τραπέζι στην ειρήνη’, όλοι οι συμμετέχοντες, Έλληνες και Τούρκοι, έπλυναν και έκοψαν τα ζαρζαβατικά, μελιτζάνες, πιπεριές, ντομάτες... κι ετοίμασαν το κοινό και για τους δυο λαούς φαγητό ‘τουρλού’. Το έψησαν στο φούρνο κι έφαγαν όλοι μαζί με κοινή χαρά και όρεξη.
Το βράδυ, στους Άγιους Θεόδωρους, είχε πάνελ με θέμα «Καθαρή Θάλασσα». Το χωριό αυτό είναι και η γενέτειρα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου. Τελικά η συζήτηση κατάληξε να είναι μια σύντομη αναφορά στα δεινά που επί δεκαετίες έζησαν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι τελικά διώχτηκαν κι εξαφανίστηκαν. Και το θέμα «Καθαρή Θάλασσα» μετατράπηκε σε «Πώς τόσος πόνος μπορεί να ‘καθαριστεί’;». Τα όσα εξιστορήθηκαν όλη τη μέρα στο νησί και τα όσα το βράδυ ειπώθηκαν στο πάνελ, έφεραν μπρος στα μάτια μας την μαύρη περίοδο που έζησαν μέχρι σήμερα οι άνθρωποι αυτοί. Στο νησί των οκτώ χιλιάδων Ρωμιών που σήμερα λέγεται Γκιοκτσέαντα και που το ιστορικό του όνομα είναι Ίμβρος, έμειναν τώρα διακόσιοι περίπου μόνο Ρωμιοί. Τα υπάρχοντά τους κατακρατήθηκαν, η γη τους υφαρπάχθηκε, τα εύφορά τους χώματα ονομάστηκαν «Κρατικό Αγρόκτημα Παραγωγής» και δόθηκαν σε Τούρκους που μεταφέρθηκαν εκεί από τα δικά τους χωριά, σε άλλους που έφθασαν από τη Βουλγαρία ή και σε Λαζούς. Τα υπάρχοντά τους που αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω αρπάχτηκαν και τα σχολειά τους, όταν τους απαγορεύτηκε η παιδεία στη γλώσσα τους, έμειναν δίχως μαθητές και έκλεισαν. Κάθε φορά που κάτι συνέβαινε στην Κύπρο η πίεση πάνω τους αυξάνονταν. Οι εκκλησιές τους καταστράφηκαν, απαγορεύτηκε η απόκτηση οποιουδήποτε κτήματος από αυτούς, ακόμα και πεθαμένοι(!) ‘πούλησαν’ το βιός τους, και μάλιστα οι πράξεις αυτές επικυρώθηκαν από δικαστήρια...
Στην Αγροτική Φυλακή που φτιάχτηκε στο νησί στάλθηκαν περίπου 700 άγριοι και αδίστακτοι βαρυποινίτες, οπότε ο φόβος των βιασμών και των ανθρωποκτονιών έγινε ο καθημερινός βραχνάς στη ζωή των Ρωμιών.
Μέχρι τέλους της δεκαετίας του ’80 το νησί ήταν «Στρατιωτική Ζώνη Ασφαλείας». Όσοι δεν διέθεταν τουρκική ταυτότητα για να επισκεφθούν το νησί έπρεπε να πάρουν ειδική άδεια από τη Νομαρχεία Τσανάκκαλε. Για τον λόγο αυτό όσοι αποβιβάζονταν στο νησί από το φέριμποτ περνούσαν από έλεγχο. Δύσκολο ήταν να επισκεφθείς το νησί. Μήπως όμως ήταν εύκολο να φύγεις; Γίνονταν μέχρι και σωματική έρευνα στους αποχωρούντες διότι απαγορεύονταν να έχεις μαζί σου κρέας πάνω από δύο κιλά. Ο λόγος ήταν το ότι οι τελευταίοι Ρωμιοί του νησιού ήταν κτηνοτρόφοι. Για το λόγο αυτό στο νησί είχε επιβληθεί διατίμηση στην τιμή του κρέατος. Για παράδειγμα, ενώ στο Τσανάκαλε το κρέας πουλιόταν για 3 λίρες το κιλό, στο νησί η τιμή ήταν 50 γρόσια. Ήταν μια απόφαση για άλλη μια πίεση με οικονομικούς περιορισμούς, στους Ρωμιούς του νησιού. Γι’ αυτό το λόγο έψαχναν τσάντες και τουρβάδες όταν επιβιβάζονταν κάποιος στο πλοίο, μήπως και έχει μαζί του κρέας πάνω από δύο κιλά.
Εκείνοι που αγκαλιάζουν τη συνθήκη της Λοζάνης, ως ιδρυτική συνθήκη αυτής της χώρας, δεν σεβάστηκαν το δικαίωμα που αναγνώριζε στους κάτοικους του νησιού αυτού να ιδρύσουν οι ίδιοι το Σώμα Ασφαλείας τους και επισήμως δεν εφάρμοσαν το σχετικό άρθρο της. Τη Συνθήκη που θεωρούν λόγο ύπαρξής τους την καταπάτησαν όσον αφορά την Ίμβρο και την Τένεδο. Μην ακούτε που φωνασκούν λέγοντας ‘δεν θα επιτρέψουμε την καταρράκωση της Συνθήκη της Λοζάνης’, οι ίδιοι την έχουν καταρρακώσει προ πολλού. Τόση ήταν η βρομιά σ’ αυτά που βιώθηκαν, ώστε δεν έφθασε η ώρα για να συζητήσει το πάνελ και την «Καθαρή Θάλασσα».
Ήταν αυτό ακριβώς που είπε ένας από τους συμμετέχοντες που γνώριζε καλά το νησί: «Σ’ όλη την Τουρκία εάν υπάρξει κάθαρση, εδώ θα είναι ο τελευταίος της σταθμός». .............
Η βραδιά που ξεκίνησε στους Αγίους Θεοδώρους με το πάνελ, τελείωσε μ’ ένα χαρούμενο φαγοπότι με μουσική χορούς και συρτάκι, στο οποίο συμμετείχαν όλοι... Έλληνες, Τούρκοι και από άλλα έθνη...
Φεύγοντας από τους Αγίους Θόδωρους αφήσαμε πίσω μας ανθρώπους που μας έλεγαν «Να έρχεστε πάντα» κι ένα Ρωμαίικο σχολειό που θ’ αρχίσει φέτος να λειτουργεί. Ένα σχολειό που το είχαν κλείσει, πενήντα χρόνια μετά θα ξανάρχιζε να λειτουργεί με τους τέσσερις μαθητές του. Ακόμη κι αυτό είχε πραγματοποιηθεί παρά το ‘φάντασμα’ που συνεχίζει να πλανάται πάνω από την Ίμβρο. Διότι το ‘φάντασμα’ είναι ό,τι απέμεινε από την έννοια του κράτους, όπως αυτή θεωρούνταν την εποχή του ψυχρού πολέμου και αργά ή γρήγορα θα πάει στα σκουπίδια της Ιστορίας. Διότι είναι ‘φάντασμα’ και η παρουσία του δεν μπορεί πλέον να παρεμποδίσει στα χώματα αυτά, ούτε την ειρήνη, ούτε το δικαίωμα των ανθρώπων να έχουν παιδεία στη μητρική τους γλώσσα. Τώρα, ως ένα ‘ανίκανο φάντασμα’ της εποχής του ψυχρού πολέμου θα πάρει το δρόμο του για τις σελίδες ντροπής της Ιστορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου